29 Ιουλίου. Τρώμε καλά. Σφάζουμε τέσσερα άλογα κάθε μέρα. Και το κανονίδι το συνηθίσαμε. Μα έχουμε ένα μεγάλο καημό: Δεν ξέρουμε τι γίνονται οι δικοί μας. Που να βρίσκονται; Πότε θα φανούν; Έλεγαν πώς θα πάρουν τη Μαδρίτη σε τέσσερις μέρες. Οι τέσσερις μέρες πέρασαν. Γιατί δεν την πήραν;
Και ο Μιγκουέλ συμπληρώνει το ημερολόγιο του με προφορικές αφηγήσεις προς τον Καζαντζάκη που τον συνόδευσε λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση του Αλκαθάρ, στα ερείπια:
«Αυτό ήταν το μεγαλύτερο μας μαρτύριο. Μας είχαν κόψει κάθε συγκοινωνία κι είχαν αφήσει μόνο το τηλέφωνο με τον κόκκινο διοικητή του Τολέδο, τον κακούργο Ταγματάρχη Μπαρθέλλο. Αυτός κάθε μέρα δώστου και τηλεφωνούσε: «Παραδοθείτε! Παραδοθείτε!». Και μας έλεγε ένα σωρό ψευτιές για να μας τρομάξει. Πώς τάχα οι δικοί μας σκόρπισαν, πώς σκοτώθηκε ο Φράνκο και πως πνίγηκε ή επανάσταση στο αίμα. Μα ο Μοσκαρντό φώναζε: «Δεν παραδίνομαι»! Κι έκλεινε το τηλέφωνο. Λύσσαξαν οι κόκκινοι. Έφεραν από τη Μαδρίτη στρατό, τάνκς, αεροπλάνα. Έπεφτε βροχή το σίδερο. Ταμπουρώθηκαν σε όλα τα σπίτια γύρω μας, στοίβαξαν τσουβάλια, χώματα στα παράθυρα, στα μπαλκόνια, στις στέγες, κι' άρχισαν να μας πυροβολούν. Είχαν ένα μεγάφωνο και φώναζαν: «Θα σας βγάλουμε τα μάτια, θα σας σουβλίσουμε στη φωτιά, θα ατιμάσουμε τις γυναίκες σας, αν δεν παραδοθείτε!». Εμείς σωπαίναμε. «Υπομονή, λέγαμε, υπομονή... Σήμερα, αύριο θα προβάλλουν οι δικοί μας...». Μα οι μέρες περνούσαν κι' οι δικοί μας δεν φαίνονταν... Κι' έτσι μερικοί κιότεψαν. Μια μέρα, σε μιαν έφοδο πού έκαμε το «τάγμα θανάτου», καμιά δεκαριά σύντροφοι το έσκασαν. Πήγαν με τους κόκκινους. Μας ντρόπιασαν...».
5 Αυγούστου. Όλο και μαζευόμαστε πιο μέσα. Παρατήσαμε τα κτίρια έξω άπ' τα μουράγια και στριμωχθήκαμε πια όλοι στο κάστρο. Κατεβάσαμε στα υπόγεια τα γυναικόπαιδα. Είναι υγρασία, σκοτάδι, κι οι τρύπες γιομάτες ποντικούς. Μα είναι ασφάλεια. Μας έκοψαν το ηλεκτρικό! Καίμε σε καντήλια το ξίγκι από τ' άλογα και τα μουλάρια, κι' έτσι έχουμε λίγο φως. Δόξα σοι ο Θεός, η Βιβλιοθήκη ήταν γιομάτη χοντρά βιβλία μεγάλα, δεμένα, κι' έτσι μπορέσαμε και φράζαμε τα παράθυρα. Όλα βολεύονται. Και χτες είχαμε μια μεγάλη επιτυχία. Ο Διοικητής φώναξε το «Τάγμα του Θανάτου»: «Παιδιά, μας είπε, ο άνθρωπος πρέπει να έχει το χειρότερο στο νου του και νά είναι πάντα έτοιμος. Λοιπόν, μπορεί να βαστάξει, ακόμα πολλές μέρες η πολιορκία. Ας πάρουμε τα μέτρα μας. Έμαθα πώς εδώ κοντά υπάρχει μια αποθήκη σταριού. Εμπρός, κάνετε το σταυρό σας. Επιχειρήσατε έξοδο απόψε. Θα σας δώσω έναν άνθρωπο να σας οδηγήσει. Και φέρτε, παιδιά, όσο στάρι μπορείτε!».
Ξεκινήσαμε
μεσάνυχτα, σιγά - σιγά, μη μας πάρουν μυρωδιά
οι κόκκινοι. Βρήκαμε την αποθήκη, μπήκαμε
από μια τρύπα πού είχαν ανοίξει τα κανόνια.
Η αποθήκη ήταν γεμάτη από μεγάλα σακιά
στάρι. Τα πήραμε στον ώμο. Κουβαλούσαμε ως
τα ξημερώματα. Κι έχει ακόμα. Θα την
αδειάσουμε όλη. Από ένα
ξεροκόμματο ψωμί κρέμεται καμία φορά κι' η
τιμή του ανθρώπου. Έχουμε στάρι
μπόλικο. Στερεώθηκε η τιμή μας. Ζήτω
η Ισπανία!
Το πρόβλημα της τροφής απ’ την πρώτη στιγμή ορθώθηκε πολύ σοβαρό. Έπρεπε να κρατηθούν στη ζωή 2.000 ψυχές. Και ο αρχικός εφοδιασμός ήταν περιορισμένος, 800 κιλά πατάτες, 1.200 κιλά φασόλια, 200 κιλά ρύζι, 100 κιλά σοκολάτα, 140 κουτιά συμπυκνωμένο γάλα, που διατέθηκε μόνο για τα μικρά παιδιά, και διάφορα άλλα τρόφιμα σε ανεπαρκείς ποσότητες, Για πόσον καιρό θα κρατούσαν όλα αυτά; Στις 24 Ιουλίου, μια πρώτη έξοδος στην πόλη, είχε σαν αποτέλεσμα τον εφοδιασμό των πολιορκημένων με δύο σακιά ρύζι ακόμα, άλλα τόσα φασόλια, ζάχαρη και αλάτι. Τίποτ' άλλο. Πραγματικά η αποθήκη του σταριού ήταν θείο δώρο. Και προσθέτει ο Μιγκουέλ:
«Είχαμε και τις χαρές μας. Δεν είναι αλήθεια αυτά πού γράφουν οι εφημερίδες, πώς μέρα-νύκτα είμαστε κατσουφιασμένοι και δεν ακούστηκε ποτέ το γέλιο, και οι γυναίκες μας δεν έπαψαν, ποτέ να θρηνούν. Είχαμε βέβαια και τέτοια, άνθρωποι είμαστε, ζόρι βλέπαμε, σύντροφοι μας σκοτώνονταν. Μα είχαμε και τις χαρές μας. Λέγαμε αστεία για να περάσει η ώρα, νοιώθαμε μεγάλη χαρά σαν ψηνόταν το φαΐ και τρώγαμε, κι' υστέρα, όταν ανάβαμε το τσιγάρο μας και καπνίζαμε. Στην αρχή είχαμε κάμποσο καπνό. Μα σώθηκε ο αφιλότιμος και μια μέρα δεν είχαμε ούτε μια πρέζα. Μας έπιασε λύσσα. Και μια νύχτα επιχειρήσαμε έξοδο για να μπορέσουμε να σπάσουμε κανένα καπνοπωλείο να το αδειάσουμε. Κινδυνεύαμε το πετσί μας για ένα τσιγάρο. Έτσι είναι ο άνθρωπος».
![]() |
![]() |
Πολιτοφύλακες αριστεροί εναντίον φαλαγγιτών. Ίδια γλώσσα, ίδια πατρίδα (;) αλλά και με πάθος εκδίκησης και με τα τουφέκια στο χέρι. Όλα συντελούν στο να γίνει ένας εμφύλιος πόλεμος ανηλεής, χωρίς λύπηση. |
«Τούτη ήταν μια μεγάλη χαρά. Θαρρώ ή μεγαλύτερη. Ο ήλιος είναι το ραδιόφωνο. Μας είχαν κόψει κάθε επικοινωνία με τον κόσμο. Μήτε τηλέγραφο, μήτε ραδιόφωνο. Είμαστε λοιπόν απομονωμένοι από όλο τον κόσμο. Δεν ξέραμε τι γινόντουσαν οι δικοί μας. Σκάγαμε. Αυτή ήταν ή πιο φοβερή πολιορκία. Και ξαφνικά, μια μέρα, στις 15 Αυγούστου, με κάτι ηλεκτρικές στήλες πού βρέθηκαν στη σχολή, στο εργαστήρι της φυσικής, οι δυο μηχανικοί μας κατάφεραν να βάλουν σ' ενέργεια το ραδιόφωνο. Σμίξαμε πάλι μονομιάς με όλο τον κόσμο. Λύθηκε ή πολιορκία. Ζήτω ή Ισπανία! Μα ήταν μεγάλη ή στενοχώρια μας πού δεν μπορούσαμε να πάρουμε παρά μονάχα το σταθμό τής Μαδρίτης. Και τι δεν έλεγε: Ψευτιές! Ψευτιές! Πως οι επαναστάτες ξεπάστρεψαν χιλιάδες αθώους, πως άφηναν τους Μαροκινούς να κλέβουν, να ληστεύουν, να καίνε τα χωριά. Και πώς το Αλκαθάρ παραδόθηκε και ιστορούσαν μάλιστα την παράδοση με όλες τις λεπτομέρειες: τώρα παραδόθηκε, πώς βγήκαν έξω οι πολιορκημένοι πέντε - πέντε, χωρίς όπλα.
Άλλοι από μάς γελούσαν ακούγοντας τις ψευτιές, άλλοι βλαστημούσαν. «Σωπάστε βρε παιδιά! φώναξε κάποιος, δεν παν να λεν ότι θέλουν: Εμείς είμαστε εδώ και δεν θα παραδοθούμε! Εμπρός! Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή τής Παναγίας. Ας την γιορτάσουμε!». Στήσαμε χορό, αρχίσαμε το τραγούδι. Άλλοι θυμήθηκαν τα τροπάρια τής Παναγίας κι' άρχισαν να ψέλνουν. Πέρασαν δύο - τρεις μέρες οι μηχανικοί μας δούλευαν.
17 Αυγούστου. Βράδυ. Όταν πια είχε ησυχάσει το κανονίδι, βγήκαμε το σταθμό της Λισσαβόνας. Φίλοι! φίλοι! Μάθαμε τότε τα πάντα. Καταλάβαμε τι είχε γίνει: Είχαμε πάρει τη Σεβίλλη, ανέβαινε ο Φράνκο απ' το Νότο, κατέβαινε ο Στρατηγός Μόλα από το Βορρά. Προχωρούσαν νικηφόροι. Πήραν το Μπανταχόθ, έσμιξαν οι δύο στρατοί και σε λίγο θα έκλειναν την άτιμη τη Μαδρίτη στην τανάλια! «Αρίμπα Εσπάνια»!. αντιλάλησαν τα υπόγεια του Αλκαθάρ. «Αρίμπα Κρίστο ελ Ρέυ»! («Ζήτω ή Ισπανία, ζήτω ο Βασιλιάς Χριστός). Κι' αγκαλιαζόμαστε όλοι και κλαίγαμε άπ' τη χαρά μας. Και οι γυναίκες άκουσαν, έτρεξαν από τα μαγειρεία, από τα πλυσταριά και στήσαμε τότε ένα χορό τρικούβερτο κι' αρχίσαμε όλοι να τραγουδάμε τον «Ύμνο του Αλκάθαρ»:
Παιδιά
τής Ισπανίας "Ας πολεμήσουμε με
αντρεία Για να
σωθεί ή Πατρίδα! Προδότες
και κακούργοι, πού αρνιέστε τη θρησκεία. Οι
μπόμπες σας κι' οι σφαίρες ποτέ δεν θα
γκρεμίσουν στα χώματα Αλκάθαρ. |
Γιατί είχαμε και τον ύμνο μας, Ένας σύντροφος μας είχε κάνει τα λόγια, ο Αλφρέδο Μαρτίνεθ Λεάλ. Κι' ένας άλλος, ο Μαρτίν Χιλ, είχε βάλει τη μουσική.