Στις 19 Μαΐου 1946 μας μετέφεραν με ένα στρατιωτικό καμιόνι στην υπ' αριθ. 3 προκυμαία της Οδησσού. Από το στρατόπεδο έως την προκυμαία, μας είχαν στο βάθος του καμιονιού, κάτω από τέντα, κι έτσι δεν μπορούσαμε να δούμε σχεδόν τίποτε. Από το καμιόνι μάς επιβίβασαν αμέσως σ' ένα ατμόπλοιο. Ήταν φανερό πως αμέσως θα μας ταξίδευαν στη Μαύρη Θάλασσα. Για πού;
Και σήμερα ακόμη αποτελεί για μένα αίνιγμα πώς τα κατάφερνε ο σοβιετικός διοικητής του στρατοπέδου μας να συνεννοείται μέσα στην πολύγλωσση εκείνη Βαβυλώνα. Στο στρατόπεδο του Μπούλκες μιλούσαν 18 διαφορετικές γλώσσες, χωρίς να συνυπολογίζεται και διάλεκτος των Σλαβομακεδόνων. Όσο για τα γερμανικά, ο επίτροπος Ρουμπινστάιν, ειδικός για τους Γερμανούς, μιλούσε "γίντις", τη γερμανοεβραϊκή διάλεκτο. Ήταν Γερμανοεβραίος.
Το υλικό του Μπούλκες ήταν το πιο ετερόκλητο, το πιο παρδαλό που μπορεί κανείς να φαντασθεί. Φύρδην - μίγδην βρίσκονταν εκεί πέρα τυχοδιώκτες, διεθνείς αλήτες, δολοφόνοι, ενθουσιώδεις ιδεολόγοι που πίστευαν ότι αγωνίζονταν για την πανανθρώπινη ελευθερία, άνδρες που είχαν πολεμήσει στους εμφυλίους πολέμους της Ισπανίας και της Κίνας, εμπειροπόλεμοι "λεγεωνάριοι", ένα απερίγραπτο μίγμα, στο οποίο κυριαρχούσε το κατακάθι των ανθρώπινων κοινωνιών. Εμάς τους βαθμοφόρους των Ες Ες, μας θεωρούσαν, παρόλο που επρόκειτο να αγωνισθούμε για τον ίδιο σκοπό, ως φασίστες. Όποιος από μας αποφάσιζε να περιπλανηθεί μόνος στις άκρες του στρατοπέδου, στο τέλος κατέληγε πάντοτε στο νοσοκομείο. Γι' αυτό ζούσαμε αποτραβηγμένοι σε μια γωνιά του στρατοπέδου Μπούλκες, που την έλεγαν "Ερυθρός Αστέρας". Εκεί, όταν δεν είχαμε δουλειά, καλλιεργούσαμε λάχανα και λουλούδια.
Καθόμασταν, λοιπόν, στο Μπούλκες και περιμέναμε. Τι άλλο μας έμενε να κάνουμε;
Άποψη του Μπούλκες |
Εν τω μεταξύ άλλοτε πεινούσαμε και άλλοτε τα βολεύαμε, ανάλογα με τον εφοδιασμό του στρατοπέδου. Μας έδιναν κονσέρβες με ετικέτες ουγγρικές, τσέχικες, σερβικές, ρουμανικές, ρωσικές και αμερικανικές. Πίναμε κρασί και μπύρα που είχαν την προέλευση τους τουλάχιστον από μια ντουζίνα εθνών. Τα όπλα που μας έδωσαν ήταν επίσης διαφόρων προελεύσεων: τσέχικα "Σκόντα", ρωσικά "Ποτέμκιν" των πολεμικών εργοστασίων της Οδησσού, ιταλικά "Μπρέντα" των πολεμικών εργοστασίων της Μπρέτα, γερμανικά "Μ.Ρ.42" λίγα του σοβιετικού τύπου "Μαξίμ Γκόρκι" ουγγρικές και ρουμανικές καραμπίνες των αρχών του αιώνα και περί τα 25 είδη πυρομαχικών για πιστόλια και ντουφέκια.
Σε μένα είχαν αναθέσει την επιστασία της "υγειονομικής υπηρεσίας". Η πινακίδα που είχαν στήσει έξω από τη σκηνή μου, που παρίστανε το ιατρείο, έδινε περισσότερες προσδοκίες από όσες δικαιολογούσε το περιεχόμενο της. Το υλικό με το οποίο με είχαν εφοδιάσει ήταν εντελώς υποτυπώδες. Έλειπαν ακόμα και τα πιο στοιχειώδη μέσα για την περίθαλψη τραυματιών. Ήρθε εποχή που δεν είχαμε ούτε για μυρωδιά ιώδιο. Μας έλειπαν τελείως νοβοκαϊνη, το χλωροφόρμιο, τα λαστιχένια γάντια, υλικά αποστείρωσης. Τον Αύγουστο όταν μας ήρθαν οι πρώτοι τραυματίες από τη Κεντρική Μακεδονία, δεν είχαμε καλά - καλά ούτε επιδέσμους.
Στο γραφείο του επιτρόπου Ρουμπινστάιν έξι άνδρες μέρα και νύχτα δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να χτυπούν στη γραφομηχανή αναφορές μου για τις ελλείψεις μας. Στον υγειονομικό τομέα, μας έλειπαν σχεδόν τα πάντα!
Πολλή δουλειά είχε πέσει στον λοχαγό Γκέρστετ, που ήταν από την πόλη Λάντσμπεργκ, στον ποταμό Βάρτε της Γερμανίας. 0 Ρουμπινστάιν του είχε αναθέσει να συντάξει ένα εγχειρίδιο με τα στοιχεία της στρατιωτικής παίδευσης. Το εγχειρίδιο έπρεπε να είναι απλογραμμένο, για να μπορούν να το καταλάβουν όλοι. Ο λοχαγός Γκέρστετ, παρ' όλες προσπάθειες του, δεν τα κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Τα έχασε μέσα στον λαβύρινθο των γλωσσών και των ιδιωμάτων. Και σαν να μην έφθανε αυτό, προσέκρουε και στους ομαδάρχες. Οι ομαδάρχες δεν εννοούσαν με κανένα τρόπο να παραδεχθούν τη γερμανική θεωρία
Ο καθένας ήθελε να πολεμά, όπως αυτός καταλάβαινε καλύτερα. Τη σύγχυση αυτή των πνευμάτων και των διαθέσεων, ο Γκέρστετ την χαρακτήριζε "στρατηγική της μακεδόνικης σαλάτας" και δεν δίσταζε να προλέγει την πανωλεθρία. Η θεωρία του χρεοκόπησε στον Γράμμο. Η τακτική της σχολής της Δρέσδης δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στον Αξιό. Τον Αύγουστο επισκέφθηκε το στρατόπεδο στο Μπούλκες μια ρωσική προσωπικότητα ο στρατηγός Πόποβιτς. Στο Πετρίτσι ο στρατηγός Πόποβιτς είχε συνεργασθεί με τον αντάρτη Μάρκο και τον Ζντάνωφ, μέλος Πολιτικού Γραφείου της Μόσχας, που ζούσε τότε ακόμη. Ο στρατηγός Πόποβιτς έμεινε στο Μπούλκες τρεις ημέρες, για να βάλει κάποια τάξη στο στρατόπεδο μας που έμοιαζε με κατασκήνωση τσιγγάνων. Η μέθοδος, που υπέδειξε ο στρατηγός Πόποβιτς, ήταν πολύ απλή και πειστική. Ξεχώρισε από τη δύναμη του στρατοπέδου - που ανερχόταν σε 1.300 άνδρες -δέκα που είχαν εις βάρος τους τα σοβαρότερα πειθαρχικά παραπτώματα και προς γνώση και συμμόρφωση των υπολοίπων, διέταξε να εκτελεσθούν με τον περίφημο "πυροβολισμό στον σβέρκο". Από την ημέρα εκείνη αισθητό πως κάποιο αόρατο, σιδερένιο είχε αναλάβει τα "ηνία" του στρατοπέδου. Στο μπουλούκι άρχισε να εδραιώνεται κάποια πειθαρχία.
Για ποιο λόγο ο Πόποβιτς μου έδειξε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, είναι ένα μυστήριο που και σήμερα ακόμη παραμένει για μένα ανεξερεύνητο. Ερχόταν κατά προτίμηση στην υγειονομική μου σκηνή, καθόταν σ' ένα από τα κασόνια και παρακολουθούσε τους βοηθούς μου Μοντουλάϊτ, Γιόχανσεν και Τσίμερμαν. Περί τα τέλη Αυγούστου, έστειλε και με κάλεσε. Χωρίς πολλές περιστροφές με ρώτησε: Τι γνώμη έχετε για την κατάσταση; Είχα πικρή πείρα ύστερα από την τύχη των συντρόφων μου που είχαν απομείνει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης αριθμός 7, κοντά στη Μόσχα. Αυτοί είχαν την αφέλεια να απαντήσουν ειλικρινά, όταν η τύχη τα έφερε να τους ζητηθεί η γνώμη τους.
Τι μπορούσα να ξέρω εγώ για τα σχέδια και τις σκέψεις που μπορούσε να τεκταίνονται μέσα στο πελώριο κρανίο του σοβιετικού στρατηγού; Γι' αυτό περιορίσθηκα αυστηρά στα οικόπεδα μου και του απάντησα;
"Στρατηγέ μου, εγώ είμαι ένας γιατρός και το μόνο που ξέρω είναι ότι μας λείπει υγειονομικό υλικό. Έχουμε πολλές ελλείψεις". Αυτά του είπα, για να μην του πω: "Και δεν έχουμε τίποτα!".
Ο στρατηγός Πόποβιτς με κοίταξε έκπληκτος. Ύστερα σηκώθηκε, χαμογέλασε ειρωνικά - έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε - και μου είπε: "Ελάτε αύριο μαζί μου. Θα πάμε στο Πλόβντιβ, στο Βέλε και στον Περλεπέ".