ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ: ΟΙ ΔΙΚΕΣ

ΦΟΝΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΟΝΩΝ

(Κοφίτσας, Βαρδουλάχης).

Το πρώτο συνταρακτικό έγκλημα ήταν ο φόνος του Μοιράρχου Κοφίτσα. Γιατί είχε την τιμή ν' αποτελέση τον πρώτο «στόχο», είναι μυστήριο. Ο μακαρίτης είχε φυλακισθή από τούς Γερμανούς και κινδύνεψε να τυφεκισθή γιατί δεν τους παρέδινε τούς καταλόγους και φακέλους των κομμουνιστών. Δεν είχε τώρα και καμιά σημαντική στρατιωτική θέση. Υπηρετούσε απλός εισηγητής στο Στρατοδικείο. Ήξερε όμως καλά τον κομμουνισμό και πολλά στελέχη του. Προπολεμικά είχε εφαρμόσει την τακτική να εμφανίζεται σε επαρχίες, όπως η Φλώρινα, σαν απεσταλμένος τού Κόμματος, να συνδέεται με τοπικά όργανα και στελέχη και στο τέλος να ξεσκεπάζει όλο το δίκτυό τους. Όταν εξ άλλου ο Ζαχαριάδης κήρυξε στο Κρατικό θέατρο τής Θεσσαλονίκης την «αυτοάμυνα» έκαμε το λάθος να πλησιάση ένα παλιό κομμουνιστή και γνώριμό του τον Βατουσιάνο, πού τον είχε πληροφοριοδότη και πράκτορα στην Ξάνθη(!) και να τον ρωτήση τι γύρευε στην συγκέντρωση. Ο Βατουσιάνος βέβαια είχε κάθε λόγο να θέλη ν' απαλλαγή από ένα άνθρωπο πού ήξερε καλά τα άπλυτά του. Ανάλογη αφορμή θα είχαν και άλλοι βαθμούχοι τού Κόμματος. Ο Ακίνδυνος είπε στην απολογία του: Εγώ έχω την γνώμη ότι ο Κοφίτσας είναι πρόσωπο το όποιον επί Μεταξά γνώριζε πρόσωπα και πράγματα, πήρε ένα σωρό αγωνιστές στο λαιμό, οργάνωσε τις συλλήψεις και πήρε βαρύτατα μέτρα βίας ενάντια στο λαό. Γι' αυτό δέχθηκα και πρότεινα να χτυπηθή. Εγώ έδωσα την εντολή». Το πιθανότερο είναι ότι πήρε και δεν έδωσε την εντολή.

Οι φερέλπιδες νέοι τού Πανεπιστημίου, πού είχαν αναλάβει την υψηλή αποστολή να τον εξοντώσουν, διαπίστωσαν γρήγορα ότι διαφέρει κάπως η προγραφή από την εκτέλεση της... ’Έφαγαν όλο τον Σεπτέμβρη τού 1946 να παρακολουθούν τον Κοφίτσα, χωρίς να βρίσκουν ποτέ την κατάλληλη ευκαιρία αν και πήγαινε ολότελα ανύποπτος και ξέγνοιαστος γιατί είχε πολλήν εμπιστοσύνη σε μερικούς γνωστούς του με μεγάλο «πόστο» στο Κόμμα πού είχε ευεργετήσει. Ήταν ακόμα πρωτάρηδες και την έλλειψη πείρας και προπαρασκευής δεν αναπλήρωνε η νυκτερινή ορκομωσία τού νεκροταφείου, ούτε η λαμπρή δημηγορία του αγράμματου λατόμου... Αργότερα στην σύγκρουσή τους με την περίπολο του Υπενωμοτάρχου Παγώνη αναδείχθηκαν αποφασιστικότεροι.

Θύμωσε στο τέλος ο Ακίνδυνος και γεμάτος ιερή αγανάκτηση για την ασυγχώρητη καθυστέρηση τούς είπε : «Σεις οι γραμματισμένοι δεν κάνετε για τίποτε. Είστε χαλβάδες. Θα φέρω ένα άλλο παιδί και θα σάς ντροπιάσω». Και έφερε τον Γεώργιο Σταυρόπουλο.

 Εκείνη τη νύχτα, όταν αργά πήγε ο Σταυρόπουλος σπίτι τον, τον περίμενε στο σκοτάδι κάποιος άγνωστος πού τού είπε σιγά και μυστηριακά: «Κοίταξε Γιώργο να εκτέλεσης καλά καί σωστά την καινούργια αποστολή σου. Και ούτε μιλιά...». Η οργάνωση φρόντιζε με όλα τα μέσα να τρομοκρατεί και καταπλήσσει τα τρομοκρατικά της όργανα «πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα»..

Την άλλη μέρα ο Σταυρόπουλος, ο σπουδαστής του Δικαίου Νικολαΐδης, ο συνάδελφός του Λιάκος και ο Ακίνδυνος, γύριζαν τούς δρόμους οπλισμένοι για να επιτύχουν τον Κοφίτσα. Κάποια στιγμή ένας Ενωμοτάρχης τάραξε τους κύκλους των. Μόλις τον είδε ο Σταυρόπουλος το βάνει στα πόδια, μπαίνει σε μια βάρκα και βγαίνει στη θάλασσα... Ποιός ξέρει ποιους λόγους είχε να τον φοβάται. Είχε καταδικασθή απ' το Πλημμελειοδικείο για κλεφτοκοτάς!

Το βράδυ στις 6 του Οκτώβρη καθόταν ο Κοφίτσας με τον τότε Γενικό επιθεωρητή τής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως κ. Ατσαβέ και τον Συνταγματάρχη κ. Γούλα στο καφενείο «Ερμής» στην οδό Αγίας Σοφίας. Αντίκρυ σε άλλο καφενείο οι τέσσερες φίλοι είχαν στρωθή στο ούζο και τους μεζέδες. Κερνούσε ο Ακίνδυνος. «Τότε, λέγει στην απολογίαν του ο Σταυρόπουλος, του μίλησε ο Νικολαΐδης για τον Κοφίτσα και του τον έδειξε. «Δεν τον ξέρεις;! του είπε. Τον ξέρει όλος ο κόσμος. Είναι δικαστής στην Ασφάλεια. Έχει στείλει κόσμο και κοσμάκη εξορία. Είναι μεγάλος εχθρός του λαού».

Ο Κοφίτσας με την παρέα του σηκώθηκαν στις 11 να πάγουν στα σπίτια τους. Η αντικρινή «τετράδα» σηκώθηκε επίσης και τούς πήρε από πίσω. Λίγο παραπέρα ο κ. Γούλας καληνύχτισε τούς δύο φίλους του και κατευθύνθηκε στο ξενοδοχείο «Θεσσαλικόν» όπου έμενε. Απ' την άλλη μεριά τής Εγνατίας και ο Ακίνδυνος άφησε τούς συντρόφους του αφού τους «δούλεψε» καλά με τα κεράσματα και τις εθνοσωτήριες παραινέσεις Έφυγε και ο Λιάκος. Οι Κοφίτσας και Ατσαβές πέρασαν την Εγνατία στο άλλο πεζοδρόμιο για τα σπίτια τους. Εκεί βάδιζαν και οι δυο δολοφόνοι. Τους ακολούθησαν. Κοντά στην Παναγία των Χαλκέων, ο Σταυρόπουλος, τους προσπέρασε, στάθηκε δήθεν για φυσική του ανάγκη και ξαφνικά φύτεψε εξ επαφής σχεδόν μια σφαίρα στο κεφάλι του Κοφίτσα. Έγιναν όλα στο σκοτάδι γρήγορα και κινηματογραφικά. Ο κ. Ατσαβές μονάχα όταν είδε σωριασμένο ανάσκελα και άφωνο καταγής τον φίλο του κατάλαβε τι είχε συμβή. Τον έψαξε να του πάρη το περίστροφο και να καταδιώξει τον φονιά. Μα το είχε δανείσει στον επίτροπο τού Στρατοδικείου κ. Ταμβακά... Θεωρούσε τον εαυτό του σίγουρο και ασφαλή...

Ο Σταυρόπουλος είπε στην απολογία του: «Προχωρούσαμε στο απέναντι πεζοδρόμιον της Εγνατίας. Ο Κοφίτσας στάθηκε και μιλούσε. Ο Νικολαΐδης λέει στον Λιάκο : Τράβα εσύ στην Κόκκινη Εκκλησία. Ξέχασα να σας πω ότι προηγουμένως μου είχε πει: Κτύπα συ για να πάρης θάρρος. Τού λέω εγώ: Δεν θέλω να κτυπήσω, αλλά μου είπε: Εγώ θα είμαι από πίσω σου. Ύστερα το δικό σου πιστόλι είναι καλλίτερο απ' το δικό μου. Εγώ του είπα να τού δώσω το δικό μου πιστόλι να κτυπήση εκείνος. Αλλά δεν δέχθηκε. Εκείνη την στιγμή περνούσε ο Κοφίτσας. ’Έκαμα δύο βήματα μπροστά. Από πίσω με ακολούθησε ο Νικολαΐδης. Τού λέω : Βρε αδελφέ δεν κτυπάς εσύ καλύτερα; Γιατί εγώ δεν μπορώ. Τράβα, μου λέει μπροστά. Εγώ θα είμαι πίσω σου. Πράγματι τράβηξα μπροστά. Δεν μπορούσα να κάμω αλλιώς γιατί δεν τώχε τίποτε να ρίξη μια σε μένα και μια στον Κοφίτσα. Κι' όταν έφθασα μπροστά μου είπε: Κτύπα. Κι' εγώ στην ταραχή μου τράβηξα το περίστροφο, του έδωσα μια και τόβαλα στα πόδια. Δεν ήξερα πού πήγαινα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα.

Το φέρετρο τού Κοφίτσα το έκαμε ο ξυλουργός Νίκος Γοβατόπουλος, στέλεχος της ΟΠ.ΛΑ. και γείτονας στα εδώλια των κατηγορουμένων τού Σταυροπούλου...

 

Συλλήψεις - Ψέματα - Τρομοκρατία                                                     Αρχική Σελίδα

Free Web Hosting