Η ΣΤΕΝΗ ΑΥΤΟΑΜΥΝΑ Η δίκη ξετυλίχθηκε ομαλή, αβίαστη και λαμπικαρισμένη, χωρίς κανένα σκόπελο ή κενό, όπως το γάργαρο νερό. Όλοι οι κατηγορούμενοι επιβεβαίωσαν όσα είχαν ειπή ή γράψει στην προανάκριση. Δεν άλλαξαν ούτε ένα γιώτα. Η μεγάλη τιμή της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, είναι, ότι όχι μόνον ήταν μια απ' τις καλλίτερες Αστυνομίες του κόσμου, σ' όλη την διάρκεια του συμμοριτοπολέμου, αλλά και ήξευρε να διενεργή προανακρίσεις πολιτισμένες όσο και επιτυχημένες. Ούτε οι Αρχηγοί, Παπαγεωργίου (Τάκης) και Ακίνδυνος, πού υπερασπίσθηκαν στο ακροατήριο το Κόμμα και όχι τον εαυτό τους, και ήταν συχνά προκλητικοί, δεν έκαμαν νύξη ή υπαινιγμό για πίεση και ακόμα λιγότερο για βασανισμό. Βεβαιώθηκε μάλιστα στο δικαστήριο ότι ο Διοικητής της Γεν. Ασφαλείας, κ. Γ. Βαρδουλάκης, είχε παρακαλέσει εμένα και άλλον δικηγόρον, ν' αναλάβουμε με ελάχιστη αμοιβή την υπεράσπιση του Ακίνδυνου, που είχε οργανώσει τόσες δολοφονίκες απόπειρες εναντίον του. Εκείνος όμως αρνήθηκε, γιατί ήθελε συνήγορο πού θα υπεράσπιζε το Κόμμα και μόνο αυτό.... Ως τόσο είχε το θράσος να φωνάξη στο δικαστήριο ότι η Γεν. Ασφάλεια τρομοκράτησε τον συνήγορο του κ. Γ. Τρίκην και τον ανάγκασε να μη εμφανισθή στη δίκη. Την άλλη μέρα όμως αναγνώσθηκε επιστολή του δικηγόρου αυτού, προς τον Πρόεδρο του Στρατοδικείου, που έλεγε ότι πραγματικά τον είχε επισκεφθή η πεθερά του Ακίνδυνου με κάποιο συγγενή της και τον παρεκάλεσαν να αναλάβη την υπεράσπιση του. Μα δεν ξαναφάνηκαν στο γραφείο του... Και φυσικά ουτε χρήματα του έδωσαν...
Όταν ακούστηκαν μια στιγμή φωνές απ' το ακροατήριο,
γιατί ο Ακίνδυνος είπε ότι θα έριχνε ο ίδιος τις χειροβομβίδες στο
λεωφορείο των αεροπόρων αν τα «παιδιά» δείλιαζαν, ο Πρόεδρος του
Στρατοδικείου Συνταγματάρχης κ. Αμανίτης φώναξε αυστηρά: «Σιωπή!! οι
κατηγορούμενοι είναι πρόσωπα ιερά. Αν ξαναβγάλη κανείς και ψίθυρο
αποδοκιμασίας, θα τον περάσω αμέσως απ’ το Στρατοδικείο». Οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας ήταν εργάτες και επαγγελματίες, που είχαν παρευρέθη στην ανεύρεση του κρυμμένου οπλισμού. Περιορίζονταν σ' αυτό και μόνον το γεγονός. Λιγότεροι ήταν οι μάρτυρες υπερασπίσεως. Έλεγαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν φτωχό, φιλόστοργο, καλό, φιλότιμο παιδί, ίσως παρασύρθηκε από άλλους κ.τ.λ- Συγκίνηση προκάλεσαν οι μάρτυρες, που είχαν δεχθή ένοπλο επίθεση των κατηγορουμένων, όπως οι αεροπόροι Ζαββές Ηλίας, Σινιγαρδάκης Έμμαν., Μπόρας Ευθύμιος, Διαμαντόπουλος Αντών., Κλεαμάκης Θεόδ., Πάντος Ίωάν. ο Β. Επίτροπος κ. Ταμβακάς, ο ανάπηρος περιπτεριούχος κ. Δημητριάδης, οι καταστηματάρχες των καφενείων Ελληνικού και Μπόνου όπου ρίχθηκαν χειροβομβίδες και σφαίρες, οι Τσαγκλής Βασίλ., ο χωροφύλακας Μακρής καί άλλοι.
Διεξοδικότεροι ήταν ο Μοίραρχος κ. Τσώνος και ο
Ανθ)στής κ. Θεόδ. Παπαδόπουλος. Ξεσκέπασαν με γεγονότα, ονόματα,
αριθμούς, ημερομηνίες και κάθε λεπτομέρεια τον μηχανισμό και την
διάρθρωση τους σκοπούς και τους άθλους της Ο.Π.Λ.Α. Τις καταθέσεις
τις επιβεβαίωσαν και οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους. Απ' αυτή ξεχώρισε η «Στενή Αυτοάμυνα» ή Ο.Π.Λ.Α. πού είχε αποστολή να σπείρη με δολοφονίες, επιθέσεις, ανατινάξεις, τον φόβο και τον τρόμο και να εξάλειψη κάθε αντίδραση. Άρχισε η οργάνωση των «Τομέων» και «Ομάδων» Πρωταθλητής ευθύς εξ αρχής ήταν ο Ακίνδυνος και άξιος βοηθός του ο «Σπύρος» ή Ελευθεριάδης.
Η πρώτη ομάδα συγκροτήθηκε στο Πανεπιστήμιο της
Θεσσαλονίκης!!! Οι μελλοντικοί επιστήμονες Νικολαΐδης, Λιάκος,
Παπανικολάου, Σιδηράκης Ντίνος, έκαμαν την καλή αρχή. Αρχηγός
της ανακηρύχθηκε ο πρώτος, σπουδαστής ...του δικαίου και των νόμων,
πού πλήρωσε με το νεανικό κεφάλι του τον ενθουσιασμό για την
καινούργια αποστολή και σταδιοδρομία μια βραδιά πού πήγαν να
εκτελέσουν τον τότε διοικητή της Γεν. Ασφάλειας κ. Γ. Βαρδουλάκη και
σκότωσαν τον Υπενωμοτάρχη Παγώνη. Η πρώτη τους συγκέντρωση έγινε
νύχτα στο... νεκροταφείο!!!...Εκεί, ανάμεσα στους σταυρούς, τους
τάφους, τα κυπαρίσσια οι υποψήφιοι επιστήμονες και δολοφόνοι,
ορκίσθηκαν να βάλουν όλα τα δυνατά τους για να πλουτίσουν με άλλους
ενοίκους το κοιμητήριο... Εκεί επίσης μέσα στο πηχτό σκοτάδι και τις
σκιές των σταυρών και των κυπαρισσιών τους μίλησε ο αγράμματος
λατόμος της Μυτιλήνης και τους φώτισε για «λευτεριά» και
«δημοκρατία...». Τότε έβγαλαν και την πρώτη καταδικαστική απόφαση...
Καταδίκασαν ερήμην σε θάνατο τον Μοίραρχο Κοφίτσα.
Γρήγορα συγκροτήθηκαν και άλλες ομάδες. Τις
τροφοδότησαν με παιδιά η Ε.Π.Ο.Ν., η Εθνική Αλληλεγγύη, η Μαζική
Αυτοάμυνα, οι Αχτίδες και όλα τα παρακλάδια τον Κ.Κ.Ε. Όπου έβλεπαν
κανένα ζωηρό, φτωχό νέο — προτιμούσαν τους ορφανούς — τον πλεύριζαν,
τον διαφώτιζαν και τον έστελναν στον Ακίνδυνο, τον Σπύρο ή κανένα
άλλον συνεργάτη τους. Ενίοτε οι αρχηγοί των ομάδων στρατολογούσαν τα
«παιδιά τους»... Επειδή η οργάνωσι χρειαζόταν και αυτοκίνητα, μύησε ο Αρβανιτίδης τον Χρήστον Μπόγια, αυτός τον Φίλιππα Κουμπουρόπουλον και τον Ιωάννην Μπόγια, ο Κουμπουρόπουλος εδασκάλεψε τον σοφέρ του Τουμπουλίδη και ο Ιωάννης Μπόγιας, τον Παναγιώτη Σαπουνάκη. Έτσι ο «Αλέκος», ο «Τάκης», ο «Ακίνδυνος» (Γιώργος), ο «Σπύρος» όταν χρειάζονταν τροχοφόρο, είχαν στη διάθεση τους, μ' ένα σημείωμα κι ένα σύνθημα, όσες κούρσες ήθελαν. Τα όπλα τα είχαν εξασφαλίσει απ' την εποχή της... Βάρκιζας όταν ο Ε.Λ.Α.Σ. θα παρέδιδε όλον του τον οπλισμό. Προβλεπτικοί και σοφοί Προμηθείς οι ταγοί του Κ.Κ.Ε., φρόντισαν ν' αποθηκεύσουν σε κρύπτες, στο βουνά και τις πόλεις, τα καλλίτερα όπλα. Προφήτεψαν, φαίνεται, από τότε ότι οι «μοναρχοφασίστες» θα κατατυραννούσαν «δημοκρατικούς πολίτες» και θα βρισκόταν στην αδήριτο ανάγκη ο «λαός» να «αυτοαμυνθή...». Μερικοί κατηγορούμενοι, πού υπηρέτησαν στον Ε.Λ.Α.Σ. ομολόγησαν στην προανάκριση και το ακροατήριο, ότι τη στιγμή που θα διαλυόταν, τους πήραν τα αυτόματα, τα πολυβόλα, τα περίστροφα, τα καινούργια τουφέκια και τους έδωσαν παληοκαραμπίνες προς παράδοση (Φαίδων Άμπατζόπουλος, Γεωργ. Σταυρόπουλος). Το σπίτι τού κατηγορουμένου Βοναπάρτη είχε γίνει από κείνο τον καιρό σωστό οπλοστάσιο. Ένας φίλος του «χίτης» μ’ ένα άγνωστο καλοντυμένο «κύριο» τού φόρτωσαν μεγάλη ποσότητα όπλων και αναγκάσθηκε να τα δεχθή «απ' τον φόβο» του, πού δεν ήταν και πολύ αβάσιμος. —Ρωτήστε, είπε στην απολογία του, το Β' Αστυν. Τμήμα πόσους έχουν σφάξει στις γειτονικές ρεματιές επί κατοχής και Εαμοκρατίας. Φοβόμαστε και τρέμαμε. Το τσομπανόπουλο, ο Σωκράτης Ψύλλος, πού είχαν κάμει τον αχυρώνα του οπλαποθήκη, λέγει επίσης : «Είδα να σφάζουν πολλούς πάρα πολλούς στη ρεματιά όπου έβοσκα. Και φοβήθηκα. Δεν ήμουν ποτέ στο Ε.Α.Μ., στο Ε.Λ.Α.Σ., ή στην Ε.Π.Ο.Ν.». Ο τρόμος είχε ριζώσει στην ψυχή τους. Ένα λογάκι, ένας μισόλογος, χωρίς καν σκιά απειλής, ήταν γι’ αυτούς επιτακτική προσταγή και νόμος. Μηχανικά, σαν από ένστικτο ήταν πρόθυμοι να υπακούσουν τυφλά και να δεχθούν να κρύψουν και τόνους νιτρογλυκερίνης. |