Ο ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΛΒΑΝΟΣ Κατάλογος των «στόχων» ήταν ένα στενόμακρο κουρελόχαρτο πού είχε γραμμένα με μαύρη, κόκκινη και πράσινη μελάνη πολλά ονοματεπώνυμα με τις διευθύνσεις τους. Υπήρχαν εκεί Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί της Χωρ)κής — «τραμπούκοι με σαρδέλλες» — απλοί ακόμη Χωροφυλακές, μερικοί δημοσιογράφοι, πολιτευόμενοι και επιστήμονες κυρίως φιλελεύθεροι και δημοκρατικοί. Οι μόνοι πού έλειπαν ήταν οι... πλούσιοι, οι κεφαλαιοκράτες... Στο μέσο του καταλόγου ήταν γραμμένο με κόκκινη μελάνη και καθαρά γράμματα: Γ. Μόδης, Ξενοδοχείο Κοντινεντάλ. «Με πιστόλι». Τι εσήμαινε η τελευταία λεπτομέρεια δεν μπόρεσα να το εξηγήσω. Ρώτησα τον Τάκη στο δικαστήριο, μα δεν θέλησε να μου απάντηση. Σε λίγες μέρες ένα άλλο μεγάλο λαυράκι έπεσε στα χέρια της Αστυνομίας. Χωροφυλακές με πολιτικά είχαν περιζώσει ένα απόμερο δρομάκι, το σούρουπο, την ώρα δηλαδή πού βγαίνουν απ' τα κρησφύγετα τους τ' αγρίμια, οι νυχτερίδες και οι κακοποιοί, είδαν να κατεβαίνουν δυο εργατικοί και φιλήσυχοι νοικοκυραίοι. Έπεσαν ξαφνικά πάνω τους. Ο ένας τους ξέφυγε. Τον κυνήγησαν, τον πυροβόλησαν και τον πλήγωσαν, μα τον έχασαν. Ήταν ο Γουσόπουλος, ή Αλέκος, ή Χοντρός, βαρκάρης άλλοτε στον Πειραιά και τώρα «πρώτος γραμματέας του Μακεδόνικου Γραφείου». Ύπατος δηλαδή αρμοστής Μακεδονίας και Θράκης, με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου. Έπιασαν τον σύντροφο του με το παράξενο όνομα Αλβανός Ακίνδυνος ή «Γιώργος». Ήταν κι' αυτός εξέχουσα φυσιογνωμία με ανώτερο πόστο, μεγάλη δράση και μεγαλύτερο μέλλον. Κάποιος τον είπε «ήκιστα μεν Ακίνδυνος τα μάλιστα δε Αλβανός», σύμφωνα με την γνωστή φράση του Ροίδη: Λατόμος στη Μυτιλήνη, ήταν στη Θεσσαλονίκη. Υπαρχηγός και δεξί χέρι της Ο.Π.Λ.Α. που ενσάρκωνε όλο τον δυναμισμό και τη δαιμονιακή ψυχή της, έτοιμος για κάθε έγκλημα και πρόθυμος για κάθε θυσία. Επαναλήφθηκε μαζί του η ίδια διαδικασία στην Γενική Ασφάλεια. Τον κέρασαν καφέδες, τσιγάρα και αυτός περήφανος τους έλεγε: «Αδικα κουράζεσθε. Με ξέρετε και σας ξέρω. Πέρασα την ζωή μου στην φυλακή και την παρανομία». Οι αστυνομικοί του μίλησαν την γλώσσα των «βλάμηδων». Ανακάτωσαν απειλές και βρισιές με αστεία και χάδια. Ο Ακίνδυνος όμως χλόμιασε μόνο όταν ο Μουσχουντής ξανάνοιξε το συρτάρι να... ψάξη και αντίκρυσε πλήθος ωρολόγια, χρονόμετρα, πιστόλια, φωτογραφίες, το σημειωματάριο του «Τάκη». Είδε έπειτα γεμάτα και τ' ατελείωτα απομονωτήρια. Κατάλαβε ότι η οργάνωση πού της είχε αφιερώσει όλη την σατανική ψυχή του είχε σωριαστεί σε συντρίμμια. «Ξέρω τι με περιμένει, έλεγε. Γιατί να χολοσκάμε; Τα καταφέρατε μια χαρά. Αφήστε με ήσυχο». Ωστόσο φανέρωσε κάποια στιγμή το όνομα του «παιδιού» Σωκράτης Γκαντίνας, πού ήξευρε ως τότε η ασφάλεια με το κομματικό του ψευδώνυμο και άφησε να του ξεφύγη ότι τα όπλα στο σπίτι του Πατσά ήταν κρυμμένα σε κοίλωμα του φρεσκοβαμμένου τοίχου κάτω από το παραθύρι. Η Αστυνομία είχε κάμει πολλές και συστηματικές έρευνες, είχε σκάψει και όλο το σπίτι χωρίς να βρει τίποτε... Δεν είχες παρά να σήκωσης ένα τούβλο κάτω από το παράθυρο ν’ απλώσεις το χέρι σου να πάρης αυτόματα και πιστόλια... Γέμισε εξ άλλου με το χέρι και τις ανορθογραφίες του 18 σελίδες όπου εξιστορούσε τους άθλους και την δράσι του. Ο Τάκης ή Παπαγεωργίου χρειάστηκε τριάντα επτά (37)!! Τα φανέρωσε όλα, κατέδωσε όλους και όλα... Όλη η οργάνωση τώρα με το μηχανισμό, τα στελέχη, τα όργανα, τα μέσα, τα εγκλήματα βρίσκονταν στα χέρια των «τραμπούκων με σαρδέλες». Ήταν ιεραρχημένη πειθαρχική συμμορία δολοφόνων «υπ' ατμόν»... Γι' αυτούς ο σκοπός αγιάζει όλα τα μέσα. Έρριξαν δύο χειροβομβίδες στο καφενείον «Ελληνικόν» βραδινή ώρα που ήταν υπεργεμάτο κόσμο για να σκοτώσουν κάποιον Μιχαήλ Παπαδόπουλον, πού απουσίαζε από πολλές μέρες στην Κοζάνη. Ο ίδιος ο «Γραμματέας του Μακεδόνικου Γραφείου» Αλέκος πρόσταξε να ριχτή χειροβομβίδα στην Ταβέρνα «Βάκχος» γεμάτη επίσης ανθρώπους του λαού με τα γυναικόπαιδα τους για να λυώση όπως είπε ο... πάγος. Στάθηκε μάλιστα απ' έξω μέσα σ' ένα αυτοκίνητο για να περιμένη το λαμπρό αποτέλεσμα. Ευτυχώς ανθρωπινώτερα τα όργανά του όταν αντίκρυσαν τον κοσμάκη, τις γυναίκες, τα μικρά παιδιά που θα κομμάτιαζαν, προφασίστηκαν ότι η χειροβομβίδα ήταν ξεβιδωμένη και δεν την έριξαν. |