Ο ΠΟΝΤΙΟΣ Ακόμα και όταν είδε στην Ασφάλεια τον κομματικό βαθμοφόρο πού τον πήρε από την στάση της Γενικής Διοικήσεως εξακολούθησε επίμονα την άρνηση. Του έδωσε μάλιστα με νοήματα να καταλάβη ότι δεν είχε «μιλήσει». Έλεγε σε λίγο μπροστά στο Μοίραρχο ενώ και οι δυο χαμογελούσαν. —Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο... Δεν το έχω δει ποτές. Εγώ δεν παίρνω άλλους στο λαιμό... Έχω παιδιά και γυναίκα,.. Και κρατούσε με τα χέρια τις γάζες και μπαμπάκια πού είχαν τυλιγμένο το κεφάλι του. «Μίλησε» ο ιδιοκτήτης του ταξί Φίλιππος Καμπουρόπουλος. Απ' τις 29 του Απρίλη το είχε ζητήσει κάποιος με σημαντικό «πόστο» πού φαινόταν απ' την κατατομή του Πόντιος. Το είχε ξαναπάρει με «κομματικό» αγώγι στο Χαρμάνκιοι για γάμο ή βαφτίσια και κομματική βέβαια δουλειά. Δεν θυμόταν την χρονολογία. Ήταν χειμώνας και ψιλοχιόνιζε. Μόλις είχε βγάλει το αυτοκίνητο απ' το γκαράζ όπου είχε επισκευασθή. Εξετάστηκαν αμέσως τα βιβλία του συνεργείου. Το ταξί 20.405 του Φιλίππου Καμπουρόπουλου είχε βγή την 1ην Φεβρουαρίου. Έτρεξαν αμέσως στο Χαρμάνκιοι, συνοικισμό της Θεσσαλονίκης. Τόσο ο Παπάς όσο και οι επίτροποι της Εκκλησίας δεν ήξεραν τίποτε, δεν θυμόνταν τίποτε. Ολιγώτερο άφωνο, ήταν, ευτυχώς, το βιβλίο της Εκκλησίας. Στις 2 Φεβρουαρίου είχαν γίνει βαφτίσια με κουμπάρο απ' τη Θεσσαλονίκη. Ήταν κάποιος ωρολογάς Τσακιρίδης. Αλλ' ούτε αυτός, ούτε ή γυναίκα και η κόρη του παραδέχονταν ότι είχαν και άλλον άνθρωπο στο αυτοκίνητο. Είχαν πάρει οι ίδιοι ένα ταξί απ' την «πιάτσα». Δεν είχαν βέβαια κανένα λόγο να κρατήσουν τον αριθμό του. Ύστερα από πολλά, θυμήθηκε ο Τσακιρίδης ότι είχε κάτσει κοντά στο σοφέρ και κάποιος άλλος άγνωστος. Τον είχε πάρει για βοηθό τον οδηγού. Θυμήθηκε έπειτα ότι τον είχε γνωρίσει στην Αλβανία Λοχία του Πυροβολικού. Αν δεν έκαμνε λάθος τον έλεγαν Σπύρο. Αλλά δεν ήξερε αν ήταν το πραγματικό του όνομα ή παρατσούκλι. Ήταν «Πόντιος» όπως και ο ίδιος. Ρωτήθηκαν ευθύς έφεδροι Υπαξιωματικοί και Αξιωματικοί της μοίρας εκείνης. Είχε υπηρετήσει σ' αυτήν πραγματικά τον καιρό του πολέμου και ένας Λοχίας σιτιστής Πόντιος, ο Διογένης Ελευθεριάδης. Ο Τσακιρίδης είπε ότι μπορεί να λεγόταν έτσι... Περνούσε κάποτε απ' το ρολογά δικό του αλλά δεν ήξερε ούτε ποια δουλειά έκανε, ούτε που κατοικούσε... Το όνομα εξ άλλου Διογένης Ελευθεριάδης δεν βρέθηκε γραμμένο σε κανένα απ' τα πολλά Αστυνομικά Τμήματα της Θεσσαλονίκης για ταυτότητα, είτε για κατοικία. Η Αστυνομία όμως κατόρθωσε να ξετρυπώση το σπίτι του. Ήταν κολλητά στο σπίτι του Τσακιρίδη... Ωστόσο ο Μουσχουντής δεν θέλησε να τον στείλη να πυκνώση την φάλαγγα των κατηγορουμένων αλλά τον χρησιμοποίησε για μάρτυρα κατηγορίας. Μια μέρα που ο Διογένης Ελευθεριάδης περνούσε ενα ερημικό δρόμο, δύο Χωρ)κες με πολιτικά έπεσαν επάνω του και τον έπιασαν. Εκείνος όμως με μια έξυπνη κίνηση τους άφησε το σακκάκι του στα χέρια τους και το έβαλε στα πόδια. Τον ξανάπιασαν, έδεσαν τα χέρια και τα μάτια του και τον πέταξαν σ' ένα κλειστό αυτοκίνητο της Υπηρεσίας που περίμενε εκεί κοντά. Έτσι βρέθηκε σ' ένα απομονωτήριο της Γενικής Ασφαλείας. Όταν τον παρουσίασαν στο Γραφείο όπου ήταν ο Διοικητής κ. Γεώργιος Βαρδουλάκης, τότε Ταγματάρχης και ο μακαρίτης Μουσχουντής Μοίραρχος είπε «αεράτος» και «φουσάτος»: —Δεν μου λέτε παρακαλώ είσθε σεις εδώ αστυνομία ή Γκάγκστερ; που βρισκόμαστε; Είμαι και Λοχίας του Αλβανικού μετώπου, του Αλβανικού έπους, όπως λέγεται. Τον κέρασαν καφέ και τσιγάρα χαμογελώντας. — Έτσι είναι αυτά τα πράγματα Διογένη, του είπε ο Διοικητής. Τον ξαναπαρουσίασαν ύστερα από δυο μέρες. —Κάμετε επιτέλους ότι έχετε να μας κάμετε, είπε, λιγώτερο «αεράτος» και «φουσάτος». Τώχω πάρει απόφαση... Έτσι πως κατήντησαν οι Νόμοι και το Σύνταγμα στην Ελλάδα. Ο Μουσχουντής τον ξανακέρασε καφέ και τσιγάρα. —Σε πείραξε κανένας χωροφύλακας; τον ρώτησαν στοργικά. Περνάς καλά; Σου δίδουν μπόλικο και καλό φαγεί, καφέδες, τσιγάρα; — Α!!! όσο γι' αυτό παράπονα δεν έχω. Περνώ μπέικα. —Πολύ καλά. Κατά τ' άλλα δεν βιαζόμαστε καθόλου. Αν θέλης μας τα λες και εσύ. Τα ξέρουμε όλα. Σκέψου. Ο Διογένης έπεφτε από απορία σ' έκπληξη. Τον άρπαξαν ξαφνικά στον δρόμο και ούτε καταδέχονταν να τον ανακρίνουν ή και απλώς να τον ρωτήσουν. Πίστευε ότι η παντοδύναμη οργάνωση θα τον είχε στο μεταξύ ξεκάμει αυτόν τον κοντομοίραρχο αφού τόλμησε να βάλη χέρι σ' ένα «Σπύρο». Και τον έβλεπε ξέγνοιαστο και ατάραχο. Έπειτα άλλα περίμενε, άλλα έβλεπε. Τους έλεγαν ότι όποιος έπεφτε στα χέρια της Αστυνομίας, θα δοκίμαζε ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια, βαρβαρότητες και αγριότητες χωρίς αρχή και τέλος, χειρότερες και απ' τον ιερά εξέταση. Και αντίκριζε τον αρχηγό της φοβερής και τρομερής «Ασφάλειας» καλόβολο, ευγενικό, φιλικό να του χαμογελά και να του προσφέρη τσιγάρα και καφέδες. Όχι μονάχα δεν τον κακοποίησαν, αλλά και προθυμότατα οι Χωρ)κες τον υπηρετούσαν. Θα νόμιζε κανείς ότι ήσαν παλιοί καλοί φίλοι του. Όσο για το φαγεί ούτε το είχε ονειρευτεί. Ήταν εκλεκτό και μπόλικο. Είχε επίσης καφέδες και τσιγάρα όσα ήθελε. Δεν θα περνούσε καλλίτερα ούτε στο πλουσιότερο Ξενοδοχείο... Πολλά περίεργα και ακατανόητα, αλήθεια, έβλεπε. Βέβαιο ήταν ότι μεγάλα και πολλά ψέματα οι «καθοδηγητές» τους είχαν ξεφουρνίσει. Ο πρώτος κλονισμός στο υποσυνείδητο του είχε δημιουργηθή. Ήταν και το πρώτο ρήγμα στην τυφλή πίστη του προς το κόμμα και τους εκπροσώπους του. Στο μεταξύ οι Αστυνομικοί ζήτησαν πληροφορίες για τον χαρακτήρα του από συναδέλφους του στο Ιταλικό πόλεμο. Όλοι συμφωνούσαν ότι ο Διογένης ήταν καλό, πολύ καλό παιδί και εξαίρετος πατριώτης. Έκλαψεν όταν παραδόθηκαν τα τιμημένα κανόνια τους σε Γερμανικά χέρια. Είχε και μεγάλη ιδέα για τον Πόντο και τους Ποντίους. Ήταν πολύ υπερήφανος για την Ποντιακή καταγωγή του. Αυτή τη χορδή έθιξαν ο κ. Βαρδουλάκης, ο Μουσχουντής και οι άλλοι Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί. Του μίλησαν για την ιστορία του Πόντου, τους αγώνες και θυσίες των Ποντίων, τους ηρωισμούς των ακριτών κλπ. Υπηρετούσε τότε στη Γενική Ασφάλεια Ανθ)στής και ο κ. Θεόδωρος Παπαδόπουλος. Πόντιος επίσης που του υπενθύμιζε στην ποντιακή διάλεκτο τα εγκλήματα της παρέας του. Ήσαν για το καλό του τόπου, του λαού και αυτής της φτωχολογιάς, τα τόσα αίματα, τα ερείπια, οι ομαδικοί τάφοι; Η περίφημη «συμφιλίωσις» με σκοτωμούς και πτώματα επιτυγχάνεται; Ο σάρακας της αμφιβολίας άρχισε να δουλεύη μέσα του. Ένοιωθε τη νύχτα και τύψεις για τα κακουργήματα όπου χωρίς να το νοιώση είχε και ο ίδιος βυθισθή. Κάποια στιγμή πού έβγαινε από το Γραφείο του Μουσχουντή είδε το Φίλιππο Καμπουρόπουλο να μπαίνη σ' ένα άλλο γραφείο γελαστός και ξέγνοιαστος με το τσιγάρο στο στόμα. Κατάλαβε ότι είχε «τακτοποιηθή». Άνοιξε λοιπόν και αυτός το στόμα. Είχε ίσως και κάποιο προσωπικό λόγο. Στην «δουλειά» των αεροπόρων δεν είχεν εκτελέσει όπως έπρεπε την αποστολή του. Ενώ είχεν εντολή να σταθή με το αυτοκίνητο στην οδό Εδμόνδου Ροστάν, να σκεπάση τον αριθμό του ταξί και να βρίσκεται μέσα με ανοιχτές τις πόρτες, πήγε και στάθηκε μακρύτερα στην οδό Δελφών, άφησε τον αριθμόν ακάλυπτον και έκοβε αδιάκοπα βόλτες στους γύρω δρόμους. |