Η ΒΟΜΒΑ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Ανοιξιάτικο πρωινό στη Θεσσαλονίκη. 30 Απρίλη 1947. Το μεγάλο κίτρινο λεωφορείο της αεροπορίας, ήλθε και στάθηκε στην «Στάση Μισραχή», να παραλάβη αεροπόρους για το αεροδρόμιο, όπως πάντοτε. Η ώρα ήταν 7 και 10 λεπτά. Ειδυλλιακή γαλήνη και δροσιά βασίλευαν. Δυο αξιωματικοί ανέβηκαν στο λεωφορείο χαχανίζοντας. Κάτι διηγούνταν μεταξύ τους πού ήθελαν να το μεταδώσουν και στους άλλους. Ένας Υπαξιωματικός, αφού έσφιξε αρκετή ώρα το χέρι μιας κοπέλας, τους ακολούθησε με το κεφάλι γυρισμένο σ' εκείνη. Ξάφνου δυο τρομακτικοί κρότοι τράνταξαν τον τόπο και τον γέμισαν καπνό. Δυο μπόμπες έπεσαν στο λεωφορείο!!! Ή πρώτη έσπασε το μπροστινό κρύσταλλο και έσκασε στα πόδια του οδηγού πού τον έκανε κομμάτια. Η δεύτερη ρίχθηκε απ' το πίσω μέρος, όπου ήταν και η έξοδος, την στιγμή πού αλαφιασμένοι οι Αξιωματικοί επιχειρούσαν να πηδήξουν κάτω. Βόγγοι και καπνός έβγαιναν απ' το κτυπημένο λεωφορείο. Πλήθος ήταν τα θύματα. Μερικοί κοίτονταν βουβοί και ακίνητοι μέσα στο αυτοκίνητο, ή καταμεσίς στον δρόμο. Άλλοι κρατούσαν με τα χέρια το ματωμένο στήθος ή την κοιλιά τους χωρίς να ξέρουν αν είναι για ζωή ή για θάνατο. Οι τυχερώτεροι έψαχναν τον εαυτό τους να βεβαιωθούν μη τους είχε πάρει κανένα κομμάτι πυρωμένο σίδερο. Ξεκαθάρισαν 5 νεκροί και 8 τραυματίες. Είχαν ριχθή δυο χειροβομβίδες «ενισχυμένες». Η «Στάσις Μισραχή», όπου ξετυλίχθηκε με κινηματογραφική γοργότητα η φρικαλέα σκηνή, βρίσκεται στην κεντρική λεωφόρο, πού αρχίζει απ' τον Λευκό Πύργο και απλώνεται προς την Ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης, προς το Ντεπώ, το Καραμπουρνού, την Χαλκιδική κ.τ.λ. Τα κοριτσάκια ενός γειτονικού σχολείου είδαν τρεις αγριεμένους άνδρες να φεύγουν προς τα πάνω κρατώντας πιστόλια στα χέρια. Δυο μισολαβωμένοι αεροπόροι δοκίμασαν να τους κυνηγήσουν. Αλλ' ήταν και άοπλοι. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία ότι το φοβερό έγκλημα ήταν έργο της Ο.Π.Λ.Α , του τρομακτικού παρακλαδιού του Κ.Κ.Ε. Είχαν ήδη ριχθή άλλες χειροβομβίδες στο Καφενείο «Ελληνικόν», εις το Α' Αστυνομικό Τμήμα, σε μιά Αστυνομική περίπολο, στον Βασιλικό Επίτροπο του εκτάκτου Στρατοδικείου, είχαν δολοφονηθή ο Μοίραρχος ΚΟΦΙΤΣΑΣ και ο Υπεν)ρχης ΠΑΓΩΝΗΣ, βαρειά τραυματισθή ο περιπτεριούχος ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ κ.τ.λ. Μέσα σε λίγους μήνες το ένα έγκλημα διαδεχόταν το άλλο, το ένα χειρότερο και τρομερότερο απ' το άλλο Οι κακούργοι έμεναν πάντοτε άγνωστοι και ασύλληπτοι σαν να τους κατάπινε η γης Ένα αόρατο χέρι έβγαινε κάθε τόσο απ' την σκιά και σκόρπιζε πένθη και τρόμο. Το Κράτος είχε ρεζιλευτή. Πολλοί Αξιωματικοί της Χωροφυλακής, ντρέπονταν να βγουν το βράδυ στα κέντρα με στολή, ίσως κάποτε και φοβόνταν..; Ατμόσφαιρα φόβου σκέπασε την πολύπαθη πόλη. Γνωστοί και φίλοι με σταματούσαν στο δρόμο επειδή αρθρογραφούσα τότε στις Εφημερίδες και μου έλεγαν: «Τρελάθηκες; θα σε σκοτώσουν. Φύγε απ' εδώ. Τα σκυλιά δεν χωρατεύουν...». Αυτή τη φορά τουλάχιστον η Αστυνομία έπιασε ένα... αυτοκίνητο ταξί... Είχε βρεθή 700—800 μέτρα πέρα απ' την στάση Μισραχή. Ο σοφέρ Νικόλαος Τομπουλίδης έσχιζε τα ρούχα και το λαρύγγι του ότι δεν είχε καμιά σχέση με το έγκλημα και τους εγκληματίες. Έτυχε να βρεθή εκεί με αγώγι. Τον πήρε κάποιος πρωινός πελάτης βιαστικά γιε να παραλάβουν γιατρό, καθώς του είπε. Και περίμενε το γιατρό να ετοιμασθή. Ο τότε όμως Υπολοχαγός της Ε.Σ.Α. Κωνστ. Παπαγεωργίου, πού κατοικούσε εκεί κοντά, ήταν αμείλικτος κατήγορος του. Το ταξί είχε σταθή πρωί - πρωί πολλή ώρα. Κανένας γιατρός δεν υπήρχε στη γειτονιά. Κάποιο ύποπτο πρόσωπο, που έκαμνε γύρους, το πλησίασε πολλές φορές. Οι τρεις κακούργοι μπήκαν στο αυτοκίνητο σαν νοικοκυραίοι και είπαν στο σοφέρ: «Τράβα». Μα αυτός απ' την ταραχή του δεν μπόρεσε να το βάλη μπροστά. ούτε με την μίζα, ούτε με την μανιβέλα. Οι τρεις κακούργοι έφυγαν με τα πόδια. Πήραν τo ταξί με τον οδηγό του στη Γενική Ασφάλεια. Και εκεί ο Τομπουλίδης εξακολουθούσε το ίδιο τροπάριο. Φτωχός άνθρωπος δούλευε με μεροκάματο στο αφεντικό του. Είχε οικογένεια και βάσανα. Δεν είχε καιρό να κοιτάξη άλλα πράγματα. Τον πήρε ένας άγνωστος πελάτης, όπως γίνεται τακτικά απ' την στάση της Γενικής Διοικήσεως. Μπορούσε να του ζητήση την ταυτότητα για να μάθη τ' όνομά του; Του είπε πως θα πήγαιναν να πάρουν γιατρό για μια βαριά άρρωστη. Είναι αλήθεια ότι μπήκαν στο αυτοκίνητο τρεις αγριάνθρωποι με τα πιστόλια στο χέρι και του είπαν: «Βάλε, σκύλε, γρήγορα μπροστά». Ωστόσο αυτός αψηφώντας τον κίνδυνο έκανε επίτηδες πως το αυτοκίνητο δεν έπαιρνε εμπρός. Το έκαμε αυτό. Μάρτυς του ο Θεός. Έτσι αναγκάσθηκαν οι τρεις κακούργοι να φύγουν με τα πόδια βρίζοντας τον. —«Ποιά σειρά είχες στη στάση»; τον ρώτησε ο Μοίραρχος Μουσχουντής, Υποδιοικητής της Γενικής Ασφαλείας. — Δεν θυμούμαι καλά, ψιθύρισε χλωμός. Πρώτος για δεύτερος. —Πολύ περίεργο..., μουρμούρισε ο Μουσχουντής. Έφεραν αμέσως στην Γενική Ασφάλεια όλους τους οδηγούς ταξί πού στάθμευαν εκείνο το πρωί μπροστά στη Γενική Διοίκηση. Μα κανένας δεν ήξερε ποια σειρά είχε το ταξί του Τομπουλίδη και ποιος πελάτης το πήρε!...Όλοι έτυχε να διορθώνουν λάστιχα ή να πίνουν καφέ μέσα στο καφενείο... Βρέθηκε ένας τρίτος και ξένος στο συνάφι των αυτοκινητιστών πού έγινε «Θεός από μηχανής». Πλησίασε «μετά φόβου Θεού» τον Μοίραρχο και είπε ότι το αυτοκίνητο του Τομπουλίδη ήτο πέμπτο στη σειρά και το πήρε κάποιος «φουσάτος» και «αεράτος» που έμοιαζε με αστυνομικό. Εκείνη τη στιγμή μάλιστα ο Τομπουλίδης βρισκόταν στο καφενείο και ο πρωινός πελάτης ζήτησε «απ' ευθείας» το ταξί 20.405. Ο Τομπουλίδης όμως επανελάμβανε στερεότυπα: —Δεν θυμάμαι... δεν ξέρω τίποτε... Τα μεσάνυχτα ένας Αξιωματικός με τρεις Χωρ)κες τον πήραν μ' ένα κλειστό αυτοκίνητο σε ρομαντικό περίπατο προς το αεροδρόμιο της Μίκρας. Είχαν μαζί τους και φτυάρια και σκαπάνες. Ο Τομπουλίδης φοβήθηκε και υποσχέθηκε «να μιλήση». Και μίλησε. Είπε για τα «κομματικά» αγώγια πού είχε κάμει, για τη φυγάδευση ενός Ανθυπολοχαγού, κάποιου άλλου με την γυναίκα του κ.τ.λ. Σχετικά με την υπόθεση της Αεροπορίας δεν είπε τίποτε. Το αγώγι αυτό δεν ήταν «κομματικό» έλεγε. Μόλις γύρισαν στην Ασφάλεια μετάνοιωσε για όσα άφησε να του ξεφύγουν. Και κάποια στιγμή πού είχε απομακρυνθη ο σκοπός Χωρ)λαξ κτύπησε οκτώ φορές μ' όλη την δύναμη το κεφάλι του σ' ένα σίδερο του τοίχου. Καταδίκασε οριστικά και αμετάκλητα τον εαυτό του για την λιποψυχία στην νυκτερινή διαδρομή. Ωστόσο μετάνιωσε πάλι και παρεκάλεσε τον κ. Μουσχουντή να βάλη τα δυνατά του, να φέρη τούς καλλίτερους γιατρούς να τον σώση Άφησε να εννοηθή ότι πολλά ακόμη είχε ν' αποκαλύψη. Μα ευθύς μόλις ξέφυγε τον κίνδυνο και έγινε καλά άλλαξε πάλι γνώμη. Δεν έβγαλε πια μιλιά... Το αγώγι της μέρας που κτύπησαν τους αεροπόρους, δεν ήταν κομματικό, έλεγε και ξανάλεγε μονότονα σαν να ήθελε να πείση τον εαυτό του.
|