ΣΚΟΥΛΟΥΔΗΣ: Πρώην Βενιζελικός και αργότερα Αντι-Βενιζελικός. Έγινε και πρωθυπουργός της Ελλάδας για ορισμένο χρονικό διάστημα. Το απόσπασμα αυτό είναι από το έργο "Συνδιαλέξεις μετά προσώπων υπευθύνων και μη".
Τι αναφέρει στο βιβλίο του ο Σκουλούδης για
τη Θεσσαλονίκη. (σελ. 130)
Εν Λονδίνω τη 10η Ιανουαρίου 1913. Την εσπέραν της παρελθούσης Τετάρτης, περί την 11ην μ.μ. ήλθεν εν τω Ξενοδοχείο Claridges εις το διαμέρισμα μου ο εκ της αποστολής ημών αξιωματικός κ.* και αφού εζήτησε συγγνώμην, δια την εις τοιαύτην προκεχωρηκυίαν ώραν επίσκεψίν του, και τήν άδειαν να με απασχόληση έπ' ολίγον έκτος του κύκλου των καθηκόντων του, είπεν ότι οι της ημετέρας αποστολής στρατιωτικοί διατελούσαν από τίνος εν μεγάλη ανησυχία, διότι, κατά την μετά του Προέδρου (κ. Βενιζέλου) συνεργασίαν των, αντιλαμβάνονται πάντες ότι ούτος κατέχεται υπό πνεύματος υπερβολικής προς τους Βουλγάρους ενδοτικότητας εις το ζήτημα του κανονισμού των μετ' αυτών συνόρων, ιδίως εις το της Θεσσαλονίκης, και φοβούνται μη διάπραξη ανεπανόρθωτόν τι κακόν κατά την διανομήν των κατακτηθεισών χωρών. Και επειδή αφ' ενός ή στρατιωτική πειθαρχία δεν επιτρέπει εις τους αξιωματικούς να εκφέρωσι |
προς ανώτερον γνώμην εάν δεν τοις ζητηθή, άφ' έτερου δε θα έχουν τύψεις συνειδότος εάν ένεκα τής σιωπής των δεν ήθελε προληφθή ενδεχόμενον κακόν, απεφάσισαν να μου ανακοινώσωσιν εμπιστευτικώς τα συμβαίνοντα, όπως λάβω τα κατάλληλα μέτρα. Απήντησα ότι τελείως αδυνατώ να πιστεύσω ότι ο Πρόεδρος είναι διατεθειμένος, ή καν σκέπτεται να παραχώρηση την Θεσσαλονίκην εις τους Βουλγάρους, και μολονότι ή ιδική μου αποστολή αφορά μόνον εις τας μετά των Τούρκων διαπραγματεύσεις περί ειρήνης - διότι ηρνήθην κατηγορηματικώς ν' αναμιχθώ εις τάς μετά των Βουλγάρων, ώς μοϊ έζήτησαν οί έν Αθήναις, - ούχ ήττον εκ των γενικών συνδιαλέξεων, αι οποίαι λαμβάνουν χώραν καθ' εκάστην μεταξύ των μελών της αποστολής, δεν αντελήφθην ότι υπάρχουσι παρά τω κ. Βενιζέλω αι τάσεις, αι οποίαι τόσο ανησυχούν τους αξιωματικούς. Και ενόσω -ειπον- δεν έχετε δεδομένα δικαιολογούντα αναμφισβητήτως τους φόβους σας. συνιστώ να μη παραδίδεσθε εις υπονοίας και να φθάνετε εις συμπεράσματα, τα όποια είναι όχι μόνον προσβλητικά δια τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως αλλά θα ήσαν και επικινδύνως επιβλαβή εάν περιήρχοντο εις τα ώτα της Βουλγαρικής αποστολής.
«Έχομεν δεδομένα προκαλούντα τους φόβους μας»,
απήντησεν ο αξιωματικός, «όσα ανεπιφυλάκτως λέγει
ο Πρόεδρος κατά την μετ' αυτού συνεργασίαν των συναδέλφων μας, σχετικώς προς
την μετά των Συμμάχων μας διανομήν των κατακτηθέντων μερών και ιδίως
ως προς την Θεσσαλονίκην. Κατ' αρχάς μεν περιωρίζετο εις
το να λέγη ότι δεν πρέπει να είμεθα υπερβολικοί εις
τας αξιώσεις μας, και δεν είναι πολιτικόν να
τα θέλωμεν "όλα ιδικά μας"- κατόπιν μας είπεν ότι "Πέραν του Αλιάκμονος
δεν είναι Ελλάς"- προχθές δε καθαρά και ξάστερα είπεν ότι
η "Θεσσαλονίκη δεν είναι
πόλις Ελληνική, είναι Εβραιούπολις, διότι περιέχει
εβδομήκοντα χιλιάδας Εβραίων και μόνον δέκα χιλιάδας Ελλήνων,
δεν εννοεί δε αυτήν την ψύχωσιν τον Ελληνισμού
δια την Θεσσαλονίκην". Ταύτα μας ανησύχησαν και μας ανησυχούν εις ημάς
δεν επιτρέπεται να αντείπωμεν εις τον Πρόεδρον, αλλά γνωρίζοντες πόσον σέβεται
την γνώμην σας, πιθανόν δε και να σας φοβήται,
ανέθηκαν οι συνάδελφοι εις εμέ να σας τα καταστήσω γνωστά, όπως προληφθή ει δυνατόν
η επαπειλούμενη εθνική ζημία».
Έκπληξιν μοι επροξένησαν αϊ ανακοινώσεις αύται, αλλά συγχρόνως
επανέφερον εις την μνήμην μου εκείνο, το όποιον δύο ημέρας προ της
εξ Αθηνών αναχωρήσεως μου έλαβε χώραν εν τη οικία μου, και τον οποίου
δεν είχον έκτοτε ανεύρει ακριβώς τον λόγον, Το
λαβόν χώραν είναι τούτο: Είχον έλθει παρ'
εμοί κ. Βενιζέλος μετά του κ. Κορομηλά, Όπως
μου ανακοίνωση ο πρώτος ότι τηλεγράφημα προ μικρόν ληφθέν εκ Σόφιας αναφέρει ότι «αν
επί τη ευκαιρία των περί ειρήνης διαπραγματεύσεων
ο κ. Βενιζέλος μεταβή εις Λονδίνον, προτίθεται
να μεταβή προς συνάντησιν του εκεί και ο κ. Γκέσωφ, ειδοποιών περί τούτου και
τον κ. Πάσιτς». Έσπευσα να προτρέψω τον κ. Βενιζέλον
να έλθη εις Λονδίνον, προσθείς ότι, και αν μη
έλθη ο κ. Γκέσωφ, πάντως χρήσιμον θά είναι να
γνωρισθή ο Πρωθυπουργός τής Ελλάδος προσωπικώς μετά
των κυβερνώντων την Ευρώπην πολιτικών ανδρών. Μέχρι τής στιγμής εκείνης και
ο κ. Βενιζέλος και ο κ. Κορομηλάς κατείχοντο, φαίνεται, υπό της ιδέας ότι
θα ηρνούμην να μετάσχω της αποστολής εάν μετείχε ταύτης
και ο Πρωθυπουργός, βλέποντες δε ότι ουδέ νύξιν έκαμα περί τοιούτων μικροφιλοτιμιών
με ηυχαρίστησαν ζωηρώς αμφότεροι ότι δεν μετέβαλον γνώμην
ως προς την εις Λονδίνον μεταβασίν μου. Επειδή
δε και καθ' ην στιγμήν εξήρχετο του γραφείου μου
ο κ. Βενιζέλος επανελάμβανε τας ευχαριστίας
του τω είπον:
«Άφετε τας ευχαριστίας, δεν είναι καιρός δια
προσωπικά ζητήματα, να εξασφαλίσετε μόνον την
κατοχήν τής Θεσσαλονίκης, διότι άνευ αυτής, προσέθηκα κάπως εντόνως,
δεν θα δυνηθώμεν να επανέλθωμεν εις την Ελλάδα». Και
ο μεν κ. Βενιζέλος προπορευόμενος ουδέν
απήντησεν, ο δε κ, Κορομηλάς, όστις εβάδιζεν όπισθεν του, εστράφη ταχύς προς
εμέ και δια εκφραστικωτάτων επινεύσεων της κεφαλής
- αλλά σιωπών - εφαίνετο παρότρυναν με να επιμείνω εις όσα περί Θεσσαλονίκης
έλεγον. Και ότι μεν ήτο σύμφωνος εις όσα περί Θεσσαλονίκης είπον ήτο
ευνόητον, άλλα δεν ηδυνάμην να εννοήσω διατί
δεν εξέφραζε φανερά την γνώμην του ταύτην, άλλ'
οιονεί θέλων να την απόκρυψη από τον Πρωθυπουργόν κατέφυγεν εις άφωνον μιμικήν. Τίνα άρα γε προς
τούτο είχε λόγον;
Νυν, εκ των ανακοινώσεων του αξιωματικού κ, *, ο
λόγος προέκυπτε σαφής και εκτός πάσης αμφιβολίας-
ο κ. Κορομηλάς εγίνωσκεν έκτοτε τας
υποχωρητικάς, απέναντι των Βουλγάρων διαθέσεις τον κ. Βενιζέλου, και άκουσας
την περί Θεσσαλονίκης γνώμην μου έσπευσε δια των ζωηρών εκείνων
επινεύσεων να μοι σημάνη ότι ήτο ανάγκη μεγάλη
να επιμείνω εις ταύτην παρά τω Πρωθυπουργώ.
Εν τούτοις προς τον αποκαλύψαντά μοι την κατάστασιν
αξιωματικόν είπον ότι «δέν είναι δυνατόν να
εχη πράγματι κατά νουν ο κ. Βενιζέλος όσα λέγει προς αυτούς περί Μακεδονίας και Θεσσαλονίκης.
Δεν γνωρίζω, είπον, τι ακριβώς συμβαίνει εν τω
προκειμένω, αλλά δεν μου φαίνεται απίθανον ν'
ακούη παρά τίνων εξ υμών των στρατιωτικών υπερφίαλους
πατριωτικάς αξιώσεις, και δια τοιούτων ψυχρολουσιών επιδιώκει
να τας μετρίαση, θα προσπαθήσω να εξακριβώσω
τί συμβαίνει, άλλ' εν πάση περιπτώσει επαναλαμβάνω
την σύστασιν μου να τηρήσητε ησυχίαν και άκραν σιγήν
επί θέματος τόσον λεπτού».
Ό αξιωματικός απήντησεν ότι θα διαβίβαση εις
τους συναδέλφους του όσα είπον και
ευχαριστήσας απήλθε.
Προχθές την πρωίαν, παρόντων των κ.κ. Στρέιτ και Πολίτου
εν τη αιθούση του κ. Βενιζέλου, ηρώτησα τούτον αν κατορθώθη
επί τέλους να ορισθή συνάντησις τον μετά του
κ. Δάνεφ, όπως κανονίσωσι τα της διανομής. Τω
είχον δε επανειλημμένως ήδη συστήσει τούτο ως
επείγον, επί τω λόγω ότι, εάν ποτέ
αναγκασθώμεν υπό των Δυνάμεων να συζητήσωμεν περί αναλήψεως
του αναλογούντος εις τας αποσπασθείσας χώρας δημοσίου τής Τουρκίας χρέους, πρέπει εγκαίρως
να γνωρίζωμεν τίνας ακριβώς χώρας ελάβομεν ημείς και τίνας οι σύμμαχοι, όπως κανονίσωμεν
την αναλογίαν μας, Ό κ. Βενιζέλος απήντησεν ότι κατ' επανάληψιν
εζήτησε προς τούτο συνέντευξιν παρά του κ. Δάνεφ, όστις πότε
υπό μίαν πρόφασιν και πότε υπό άλλην την απέφυγε μέχρι
τούδε, άλλ' ότι συνεφώνησαν επί τέλους οριστικώς
να συναντηθώσιν εδώ εντός τής εβδομάδος. Ή συνομιλία
επί του θέματος δεν προέβη περαιτέρω,
εφαίνετο δε πράγματι δυσφορών ο κ, Βενιζέλος
επί τη εκκρεμότητι του σοβαρωτάτου τούτου ζητήματος,
το όποιον κατά την εμήν γνώμην ώφειλε προ πολλού -και μάλιστα προτού έλθωμεν έδώ -να
είναι λελυμένον.
Χθες το μεσονύκτιον, καθ' ήν στιγμήν
ητοιμαζόμην να μεταβώ εις το δωμάτιον του ύπνου,
εισήλθον εις την αιθουσάν μου οι κ.κ. Στρέιτ και Πολίτης.
«Ερχόμεθα κατά τοιαύτην ώραν», είπεν μειδιών
ο κ. Στρέιτ, «διότι πρόκειται περί συνωμοσίας, εις
την οποίαν είναι ανάγκη να λάβετε και υμείς μέρος,
δεν έπρεπε δε να μας ιδεί ερχόμενους κανείς εκ
των του ξενοδοχείου».
Και ήρχισαν τότε εναλλάξ να μοι λέγωσιν αμφότεροι, ότι είχον
από τίνος παρατηρήσει ότι ο
κ. Βενιζέλος, μετά την προ τίνος ομιλίαν του μετά
του κ. Δάνεφ, εδείκνυε τάσεις
εις άκρον υποχωρητικάς ως
προς τας αξιώσεις των Βουλγάρων, ότι έπ' εσχάτων
εις τας ιδιαιτέρας προς αυτούς (τουτέστιν τους
Στρέιτ και Πολίτην) ομιλίας των, ου μόνον αμφισβητεί
την Ελληνικότητα αυτής ταύτης της Θεσσαλονίκης
και δυσφορεί όταν τις αντιλέγη είς τούτο, άλλ' ήρχισεν ανεπιφυλάκτως σχεδόν πλέον
να συζητή περί της αμφιβόλου χρησιμότητας, την
οποίαν θα είχε δια την Ελλάδα ή διατήρησις της. «Προσεπαθήσαμεν,
είπον, αμφότεροι να τον εξαγάγωμεν της πεπλανημένης ταύτης κατευθύνσεως, άλλ' ατυχώς
τον βλέπομεν επιμένοντα εις τας ιδέας του. Γνωρίζομεν ότι
υμείς δεν εδέχθητε ν' αναμιχθήτε εις τας διαπραγματεύσεις περί των συνόρων μας προς την Βουλγαρίαν, αλλά γνωρίζομεν επίσης ότι
ο κ. Βενιζέλος περί πολλού ποιείται και σέβεται
την γνώμην σας, και τούτου ένεκα ήλθομεν να σας καταστήσωμεν γνωστά
τα συμβαίνοντα, και να σας παρακαλέσωμεν να παρεμβήτε εις
την υπόθεσιν, όπως προληφθή εν ολίσθημα
ολέθριον δια τα εθνικά μας συμφέροντα».
Χωρίς να είπω τι περί τού ταυτοσήμου διαβήματος των στρατιωτικών τής αποστολής, εξέφρασα
μεν λύπην δι' όσα μοι έκαμαν την τιμήν να μοι
επιστευθώσιν, αλλά συνέστησα και προς τούτους
να μη χάσωσι το θάρρος των είπον ότι «δεν είναι
δυνατόν νά τρέφη σοβαρώς τοιαύτας ιδέας ο Πρόεδρος, ότι είμαι πεπεισμένος ότι
τα πράγματα θέλουν τον οδηγήσουν εις την ευθείαν
οδόν, και ότι τέλος πάντων το έπ' εμοί ουδεμίαν
έχω ανησυχίαν περί Θεσσαλονίκης, ενόσω διαμένει
εκεί ο Βασιλεύς Γεώργιος, αναντιρρήτως
δε ούτος μένει εκεί δια να μην αφήση να την καταλάβη άλλος.
Εν τούτοις εάν μοι δοθή ευκαιρία, θέλω προσπαθήσει ν' αντιληφθώ πώς τωόντι σκέπτεται
ο κ. Βενιζέλος περί των θεμάτων τούτων, και να
είσθε βέβαιοι ότι θα είπω ανεπιφυλάκτως την
γνώμην μου».