χειροβομβίδας. Ως αποτέλεσμα του εν λόγω συμβάντος υπήρξε ο θάνατος του «Άρη Βελουχιώτη», του μονίμου «συνοδού» του «Τζαβέλλα» και δύο εισέτι συμμοριτών, των Γ. Αργύρη και Θωμά Αρχιμανδρίτη. Η διατυπωθείσα τότε εκτίμηση ήταν, ότι αυτοί φονεύθηκαν υπό των συντρόφων των. Βραδύτερο διετυπώθη η εκδοχή κατά την οποία ο «Άρης Βελουχιώτης» και ο «Τζαβέλλας» αυτοκτόνησαν. Εκ των υπολοίπων μελών της συμμορίας μερικοί συλλαμβάνονται υπό των ανδρών της Εθνοφυλακής, ενώ άλλοι επιχειρούν να διέλθουν τον Αχελώο ποταμό, με αποτέλεσμα τον πνιγμό 4-5 εξ αυτών.
Γιώργης Σιάντος |
Ο έμπιστος της προσωπικής φρουράς του «Άρη Βελουχιώτη», ο Ν. Δράκος, αφού αποκεφαλίζει τα νεκρά σώματα του «Άρη Βελουχιώτη» και του «Τζαβέλλα» και τοποθετεί τις κεφαλές των εντός σάκου, συλλαμβάνεται υπό των ανδρών της διλοχίας Εθνοφυλακής και μεταφέρεται εφ' αμάξης εις τα Τρίκαλα. Εκεί, οι κεφαλές αμφοτέρων κρέμονται εις κοινή θέα εξ ενός φανοστάτη της κεντρικής πλατείας Ρήγα Φεραίου.
Αυτό υπήρξε το οικτρό τέλος εκείνου, ο οποίος σκόρπισε τον φόβο, τον τρόμο, το πένθος και την δυστυχία εις ολόκληρο την Ελλάδα επί τρία ολόκληρα έτη. Η ορεινή ύπαιθρος ανακουφίσθηκε και ανάπνευσε, απελευθερωθείσα πλήρως εκ της κομμουνιστικής κατοχής.
Ολίγας ημέρας βραδύτερα, ήτοι την 25ην Ιουνίου 1945, μετά την αποκήρυξη και τον θάνατον του «Άρη Βελουχιώτη», ομιλών ο Νίκος Ζαχαριάδης ενώπιον της 12ης Ολομελείας της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε., περί των αιτίων της καταγγελίας και του στιγματισμού του «Άρη Βελουχιώτη», τόνισε χαρακτηριστικά και τα εξής:
«Αν το κόμμα πρόσεχε και εκτιμούσε σωστά μια «λεπτομέρεια» από τη ζωή του Σκλάβαινα - ότι στα 1926 είχε εγκαταλείψει μπροστά στον κίνδυνο το πόστο του- δεν θα τον έβαζε στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας του και, επομένως, δεν θα πάθαινε την πολιτική ζημιά που έπαθε με τη δήλωση του» («Κομμουνιστική επιθεώρηση», Εκδόσεις Καζαντζά, τόμος 2ος, σελίδα 742).
Υπό το ίδιον πνεύμα μίλησε και το ανώτατο κομματικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε., ο Γ. Μαραντίδης, ο οποίος, κατά την διάρκεια της 3ης Συνδιασκέψεως του Κ.Κ.Ε. (10-14.10.1950), είπε μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Ακόμα δεν προσέχθηκε η στελέχωση του Ε.ΛΑ.Σ. και απόδειξη γι' αυτό είναι το ότι καπετάνιος του Ε.Λ.Α.Σ. ήταν δηλωσίας, παλιότερα αλήτικο στοιχείο, ο Βελουχιώτης» (3η Συνδιάσκεψη του Κ.Κ.Ε., σελίδα 293, εκδόσεις Γλάρος).
Επίσης, και η Β. Παπακόγλου, ανώτατο και αυτή κομματικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε., κατά την διάρκεια των εργασιών της ιδίας ως ανωτέρω 3ης Συνδιασκέψεως, κατηγόρησε την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. της εποχής εκείνης, επειδή εμπιστεύθηκε τον «Άρη Βελουχιώτη» και τον τοποθέτησε επί κεφαλής του Ε.ΛΑ.Σ.. Αύτη, επί του θέματος αυτού είπε: σειρά αντιλαϊκές πράξεις με αρχηγό και καθοδηγητή τον Άρη Βελουχιώτη ενισχύουν τα νερά των λαθών της καθοδήγησης τότε.
Στην Ήπειρο, οι φυλακές στο Μυρόφυλλο γεμίζουν από αθώο κόσμο. Το πρωτοπαλίκαρο του Άρη «Τζαβέλλας» ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιφέρειας, ήταν ο μεγάλος «Χασάπης» πούκοψε αυτί αθώου πολίτη στην πλατεία στα Θεοδώριανα και τόριξε στα γουρούνια....» (3η Συνδιάσκεψη του Κ.Κ.Ε., σελίδα 136, εκδόσεις Γλάρος).
Ο Ευστ. Θεοδωρόπουλος, εις την σελίδα 251 του βιβλίου του «Έγκλημα και Προδοσία του Κ. Κ. Ε.», αφού αναφέρεται εις τον χαρακτήρα του «Άρη Βελουχιώτη» και περιγράφει την δράση του, συνοψίζει εις δύο μόνον φράσεις το ποιόν και την εικόνα του ανθρώπου, γράφων:
«Ο Άρης Βελουχιώτης αποτελεί στίγμα δια την νεώτερη ιστορία του ανθρωπίνου γένους, επειδή υπήρξε το εγκληματικώτερο στοιχείο, εξ όσων η Φύσις δημιούργησε μέχρι σήμερον...».
Ο «Άρης Βελουχιώτης» δεν είχε κανένα ηθικόν φραγμό δια την επιτυχία του σκοπού του, είχε πωρωμένη συνείδηση, ήταν διεστραμμένη φύσις, σεξουαλικώς ανήθικος, σαδιστής και αιμοχαρής. Όλες αύται οι ιδιότητες ήσαν μεν επίκτητοι, πλην όμως επεβαρύνοντο σοβαρά και εκ του γεγονότος ότι ούτος διεκατείχετο υπό ψυχολογικών συμπλεγμάτων κατωτερότητας, ως εκ της μηδαμινότητάς του, της νοσηρής διαστροφής του γενετησίου ενστίκτου του και, τέλος, επειδή έφερε το ανεξίτηλο στίγμα του «δηλωσία».
Επιγραμματικά, ο Θανάσης Κλάρας ή «Μιζέριας», ο μακελάρης «Άρης Βελουχιώτης», η κατάρα της Ελλάδος, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί με τρεις μόνον λέξεις. Ήτοι: «Ο «χασάπης» της Ρούμελης και της Πελοποννήσου».
Επιτρέπεται, λοιπόν, κατόπιν των εκτεθέντων σοβαρών και αναμφισβήτητων στοιχείων, να υπάρχουν ακόμη και σήμερον άνθρωποι, οι οποίοι να θεωρούν ότι το ψυχασθενές αυτό άτομο ν, το οποίον λόγω των εγκληματικών πράξεων του και της ανηθικότητας του, αποτελεί «στίγμα δια το ανθρώπινο γένος», είναι δυνατόν να φρονηματίζει και να παραδειγματίζει τις νεώτερες γενιές, ώστε να αποφασισθεί η τοποθέτηση ανδριάντας του οπουδήποτε της Ελλάδος; Υπάρχουν, άραγε, τόσον πωρωμένα την ψυχή και την εθνική συνείδηση άτομα, πλην των ελαχίστων ομοίων του, τα οποία θα δεχόντουσαν να προσέλθουν και να καταθέσουν στέφανο τιμής προ του ανδριάντα του ενσκήψαντος ως θεομηνία, απαίσιας μνήμης «Χασάπη της Ρούμελης και της Πελοποννήσου», του μακελάρη «Άρη Βελουχιώτη»; Και θα υπάρξουν Έλληνες, οι οποίοι θα ανεχθούν να μολύνει την ιερή γη των, την γη των ενδόξων προγόνων των, το προκαλούν την φρίκη σύμβολο πάσης φύσεως διαφθοράς, ανθρωπινής θηριωδίας και εγκληματικότητας; Ας αναλογισθούν οι Δημοτικοί άρχοντες της Θεσσαλονίκης, ως και οι λοιποί φορείς και ταγοί της πόλεως, τις ευθύνες των έναντι της Ιστορίας και των επερχομένων γενεών και ας αποφύγουν ένα παρόμοιο ολίσθημα. Η ιερά γη της Θεσσαλονίκης, της πρωτεύουσας της Μακεδονίας, δεν είναι δυνατόν να ανεχθεί την τοποθέτηση του ανδριάντα εκείνου, ο οποίος αγωνιζότανε «δια την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως, της αποσχίσεως ή της ενώσεως με άλλους λαούς, σ' όλον τον Μακεδονικό λαό» (Πρωτόκολλο - Συμφωνητικό 20ής Ιουλίου 1943, μεταξύ εκπροσώπων Γιουγκοσλάβων, Αλβανών και Ελλήνων κομμουνιστών ανταρτών)! Όσοι, ενστερνιζόμενοι τους σκοπούς δια τους οποίους αγωνιζότανε ο διαβόητος «Άρης Βελουχιώτης» και οι «σύντροφοι» του της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., επιχειρήσουν παρόμοια ανίερη πράξη, θα φέρουν εσαεί το στίγμα του εθνικού μειοδότη.
Οι καιροί απαιτούν σωφροσύνη, εθνική ομοψυχία και κατασίγαση των παθών. Και η κατασίγαση των παθών επιτυγχάνεται δια της λήθης και όχι δια των συνεχών βάναυσων και ανεύθυνων προκλήσεων του κοινού αισθήματος, ως είναι η εξύμνηση και η απόδοση τιμών εις κοινούς εγκληματίας και προδότες.
ΤΕΛΟΣ