ΛΙΓΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΝΤΙΖΗΛΙΑ

Δεν δίσταζαν να εκμεταλλευθούν όλα ακόμη και τον έρωτα και την ερωτική αντιζηλία.

Επειδή ο Ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής κ. Χρυσικάκης αρραβωνιάσθηκε κάποια πού αγαπούσε και που είχε νωρίτερα αρραβωνιασθή ο Λάζαρος Τζιλβές μέλος της Β.Ε.Ν. (Βασιλικής Εθνικής Νεολαίας) σκέφθηκαν να τον κάμουν όργανό τους για να κτυπήσουν τον Ανθυπασπιστή. Ενδιαφέρθηκε ο ίδιος ο «Αλέκος» του «Μακεδονικού Γραφείου» και έδωσε σχετική διαταγή στον Κατραούζο. Κινήθηκε ευθύς όλος ο μηχανισμός. Δόθηκαν συνθήματα, έγιναν συνδέσεις, συναντήθηκε ο Κατραούζος με τον Αμπατζόγλου και τον Ησαϊάδη. Ορίσθηκε μάλιστα ο Τζιλβές και μέλος μιας «ομάδας» με τον Αμπατζόγλου και τον Τέγα. Φαίνεται όμως ότι δεν ήταν τόσο τυφλωμένος απ' το πάθος του όσο το είχαν φαντασθή.

Λέγει στην απολογία του ο Τζιλβές:

— Ευρίσκομαι κατηγορούμενος μαζί με αυτούς τους προδότας και εγκληματίας χωρίς να έχω καμιά σχέση μαζί τους. Αυτοί μπορεί να ήθελαν να εκμεταλλευθούν την περίσταση για να με κάμουν προδότη σαν τα μούτρα τους, αλλ' αν τολμούσε να με πλησίαση κανείς τους, δεν θα είχαν προλάβει να κάμουν τόσα εγκλήματα...

—Βασ. Επίτροπος: Πώς ήξεραν ότι είχες ερωτικές αντιζηλίες με τον Χρυσικάκη;

—Τζιλβές: Δέν ξεύρω κύριε Επίτροπε.

—Βασ. Επίτροπος: Πώς το έμαθες συ Κατραούζο;

—Κατραούζος : Πήρα σημείωμα απ' τον «Αλέκο» να βρω τον Φαίδωνα. Αυτός έγραφε, γνωρίζει κάποιον «Λαζό» τής Β.Ε.Ν. πού είχε έχθρα τον Χρυσικάκη για γυναικοδουλειά Πηγαίνω και τον βρίσκω. Μου λέει κάτι για την αρραβωνιαστικιά του Τζιλβέ. Άλλο δεν ξέρω.

Πρόεδρος : Cherchez la femme.

Συνήγορος προς τον Τζιλβέ:

— Όταν σου πήρε ο Χρυσικάκης την αρραβωνιαστικιά σου έλεγες ότι θα του δείξης και θα του ράνης;

—Τζιλβές: Όχι δεν έλεγα τίποτε. Πιαστήκαμε στο ξύλο...

—Συνήγορος: Οι Επονίτες του μαχαλά σου σ' έδειραν δυο φορές;

—Τζιλβές : Όχι μ' έδειραν μια... φορά...

Ο κατηγορούμενος Φαίδων Αμπατζόγλου βεβαίωσε επίσης ότι ο Τζιλβές δεν ερχόταν στα ραντεβού.

Γραφική είναι και η δική του απολογία. Ήταν μόλις 20 χρονών. Άρχισε με παλλόμενη φωνή και πηγαία ευγλωττία:

—Την φτώχεια, την πείνα, την δυστυχία που σκόρπισε ο κατακτητής δεν μπορούσε ν' ανεχθή η ψυχή μου. Έβλεπα ότι κι' εγώ κάτι έπρεπε να κάμω. Ήξερα ότι ή Πατρίδα κάποια μέρα θα μου ζητούσε τον λόγο και θα μούλεγε : Φαίδων!... Φαίδων!... Συ τι έκαμες για μένα;! (Ήταν τότε μόλις 15—16 χρονών!). Έτσι οργανώθηκα στην Ε.Π.Ο Ν. μόνον διά την Ελλάδα, μόνον διά την συνέχισιν της Ελληνικής Ιστορίας και έτσι οδηγήθηκα στο... εδώλιο του κατηγορουμένου!

Απ’ τον πατέρα μου, έμαθα ότι ήταν σε Γερμανική φυλακή μαζί μ' ένα Αρχιμανδρίτη και τον Μοίραρχο Κοφίτσα. Μου είπε ότι ο Κοφίτσας ενώ κατείχε τους καταλόγους των κομμουνιστών δεν τους παρέδιδε και τον οδήγησαν τρεις φορές στο εκτελεστικό  απόσπασμα ! ...

Μου είπαν ότι ο Τζιλβές θα κτυπούσε κάποιον κι' έπρεπε εγώ να τον βοηθήσω. Μου είπαν— ο Κατραούζος και ο Ησαϊάδης- ότι έπρεπε να κτυπηθή ο Χρυσικάκης πού είχε τραυματισθή απ' τους Γερμανούς και πιασθή απ' τους Ταγματασφαλίτας —καθώς και άλλοι «τραμπούκοι με σαρδέλες».

—Πρόεδρος: Τραμπούκους με σαρδέλες εννοούσαν τους Αξιωματικούς και Υπαξιωματικούς της Χωροφυλακής;

—Αμπατζόγλου: Μάλιστα. Άλλα κύριε Πρόεδρε οι Αξιωματικοί του Ε.Λ.Α.Σ. είχαν λέσχη χωριστή μόνο γι' αυτούς μ' εκλεκτά φαγητά Εγώ όμως τώρα πού ήμουν κρατούμενος στην Ασφάλεια είδα τον Μοίραρχο Τσώνο να τρώγη ψάρι και σαλάτα και τον Χωροφύλακα Βασίλη να τρώγη ψάρι και σαλάτα. Κι' εγώ έφαγα το ίδιο ψάρι και σαλάτα.

Όταν άκουσα να μου λεν να σκοτώσουμε τον Χρυσικάκη έγινε πάλη μέσα μου. Δεν μι' έπιανε ο ύπνος. Μου λέγουν: Τον Ταμβακά πρέπει να το πάρουμε ζήτημα τιμής. Αλλιώς δεν θα επιτύχη η «συμφιλίωση».

—Πρόεδρος: Τι εννοούσαν με την λέξη «συμφιλίωση;».

—Αμπατζόγλου: Να σκοτώνουν αυτοί και να τους ανέχωνται οι άλλοι Έλληνες.

—Πρόεδρος : Είπες ότι εξεπλάγης όταν σου είπαν στην Ασφάλεια ότι τους αεροπόρους δολοφόνησαν οι κομμουνισταί, διότι πίστευες ότι τους σκότωσαν όργανα της Ιντέλιτζεν Σέρβις!... Συ φαίνεσαι έξυπνο παιδί. Πώς πίστευσες αυτά τα τερατώδη ψέματα;

—Αμπατζόγλου: Και πώς να μην πιστέψω κύριε Πρόεδρε; Πώς μπορούσα να πιστέψω ότι θα βρίσκονται Έλληνες να δολοφονήσουν τους αεροπόρους αυτούς που στην Αλβανία εξαντλούσαν την τελευταία σφαίρα και έπειτα με το φτερό κτυπούσαν τους Ιταλούς, αυτούς πού πήγαν με βάρκες στην Μέση Ανατολή και έκαμναν την ανθρωπότητα να μιλάη για την Ελλάδα; Θα μου πήτε ίσως γιατί δεν τους αποκήρυξα ενωρίτερα. Εσείς όμως δεν ξέρετε τι θα ειπή Κομμουνιστικό Κόμμα. Να σας πω πώς σκότωσαν τον καπετάν Αράπη. Ήθελε να ενωθή ο Ε.Λ.Α.Σ. με το Ε.Δ.Ε.Σ. και έλεγε: «Αυτοί θέλουν Βασιλιά, εμείς θέλουμε δημοκρατία. Δεν έχει σημασία. Θα λύσουμε την διαφορά στις κάλπες!».

Έβαλαν ένα Επονιτάκη και τον σκότωσε μια μέρα στα καλά καθούμενα!.. Ο Φαίδων τ' αποδοκίμαζε όλα. Δεν τον έπιανε ύπνος για τον Χρυσικάκη. Ως τόσο δεν τολμούσε να κόψη τους δεσμούς του με την οργάνωση πού ήσαν και δεσμά του.

Την έτρεμε.

Και ο συγκατηγορούμενός του Αν. Αντωνιάδης που έκλαιε σαν μωρό στην απολογία του (εν τω μεταξύ, είπε, αρραβωνιάστηκα (κλαίει) διάλεξα ένα κορίτσι όπως μου ταίριαζε (κλαίει) πού είχε και ένα καλό σπίτι, στην Ευαγγελίστρια (κλαίει) όταν ο Πρόεδρος του είπε: «Γιατί Αντωνιάδη την μεταμέλεια που δείχνεις τώρα και κλαις δεν την έδειχνες ενωρίτερα, ώστε ούτε ο Ψύλλος, το θύμα σου, να μπλέξη, ούτε να ριχθούν οι χειροβομβίδες σου στους αεροπόρους» αποκρίθηκε:

Δεν μπορούσα να το κάμω γιατί τούς ήξερα καλά. Είναι αδύνατο κύριε Πρόεδρε όταν μπλέξης μαζί τους να ξεμπλέξης. Δεν μπορείτε να το καταλάβετε...

Ο Αμπατζόγλου, ο Αντωνιάδης και όλοι οι άλλοι πού είχαν «μπλέξη» στο Κ.Κ Ε. και τα παρακλάδια του σαν σε χιτώνα Νέστου και έστεκαν «λεύτεροι» σκλάβοι στα δίκτυα τους δεν ένοιωθαν την δύναμη να κόψουν τα δεσμά τους. Είχαν παρά πολύ μεγάλη ιδέα για το Κόμμα και την δύναμη του. Το φαντάζονταν γίγαντα με χίλια χέρια και χίλια μάτια, παντοδύναμο, πανίσχυρο, παντογνώστη, παντοκράτορα !

Ο Αμπατζόγλου είπε επίσης : «Μια μέρα πού πήγα αστό σπίτι του Κατραούζου— ήταν ο τομεάρχης του— συνάντησα δύο παλιούς Έλασίτας. Τον ένα τον γνώριζα. Τον άλλο όχι. Ό άγνωστος ήταν κλαμένος. Ρώτησα γιατί και μου είπε: Είμαι απ' την Κωνστάντια (*) και μοι σκότωσαν οι αντάρτες τον πατέρα και την αδελφή».

Του σκότωσαν τον πατέρα και την αδελφή, έκλαιε απ' τον πόνο του. Και όμως δεν χώριζε. Μπήκε ίσως σε «ομάδα».

Ο Μακαρίτης Βασ. Μεσολογγίτης, Διευθυντής της εφημερίδος «Ελληνικός Βορράς» είχε προστατευόμενο του τον Σωκράτη Γκαντίνα. Του εύρισκε δουλειά και του έδινε τακτικά το «χαρτζιλίκι». Ο Σωκράτης έμπαινε ελεύθερα σπίτι του και τον σταματούσε στον δρόμο ακόμα και τη νύχτα. Ήταν «άνθρωπος του σπιτιού». Όταν τον έπιασαν έτρεξε με κλάματα ή αδελφή του στον Μεσολογγίτη. Ευθύς εκείνος πήρε στο τηλέφωνο τον Μουσχουντή και διαμαρτυρήθηκε διά την άδικη σύλληψη του.

— Ν' ανάψετε μια μεγάλη λαμπάδα στην Παναγία Δέξα, ήταν η απάντησις. Ο Γκαντίνας ακριβώς είχε επιφορτισθή με την αποστολή να σας  δολοφονήση..!
(*) Η Κωνστάντια είναι χωριό της Αλμπίας (Καρατζόβας) που πλέρωσε πολύ ακριβά την «λευτεριά». Στις 10 Φεβρουαρίου 1947 οι συμμορίτες το ρήμαξαν. Έσφαξαν 19 άνδρες τους περισσότερους γέρους και 9 γυναίκες. Άλλους τόσους πλήγωσαν. Έκαμαν στάχτη. 57 σπίτια...

 

Εκστρατεία Εναντίον Καφενείου την Ημέρα του Πάσχα

Αρχική Σελίδα

Free Web Hosting